Εισαγωγικά
Το τελευταίο χρονικό διάστημα παρακολουθούμε τη συζήτηση στα ηλεκτρονικά και έντυπα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης σε σχέση με τα χαρακτηριστικά της νεολαίας και τη συμπεριφορά της. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η συζήτηση επανέρχεται πάντα σε περιόδους αγωνιστικών διεργασιών ειδικά στη νεολαία, όπως έγινε και πρόσφατα τις ημέρες των μαθητικών κινητοποιήσεων και εξυπηρέτησε μια προσπάθεια να συκοφαντηθούν, να πνιγούν στη λάσπη -όπως άλλωστε συνέβη και με κάθε λαϊκή κινητοποίηση των τελευταίων χρόνων- όσοι σηκώνουν κεφάλι ή αντιστέκονται απέναντι στην πολιτική του κεφαλαίου.
Κατασκευάστηκε μια εικόνα βιασμών, βανδαλισμών, βίας, εξευτελισμών μέσω κινητών, τα σχολεία «μετατράπηκαν» σε άντρα ακολασίας, ξεπήδησαν τα «θηρία» της διπλανής πόρτας. Οι βαρύγδουπες αναλύσεις από περισπούδαστους καθηγητές, μεγαλοδημοσιογράφους περίσσεψαν: «Λείπουν οι θεσμοί», «απουσιάζει η πρόληψη από το δημόσιο σχολείο» κ.ά.
Χαρακτηριστικά είναι μια σειρά από δημοσιεύματα που εμφανίστηκαν στον αστικό τύπο: Στην εφημερίδα «Απογευματινή» σε άρθρο με τίτλο «Βίακαι παραβατικότητα των ανήλικων»[1]
διαβάζουμε: «Μα τι θέλουν επιτέλους και φωνάζουν;
Τι τα έπιασε και παρανομούν; Γιατί τόσοι πολλοί ανάμεσα τους γίνονται ανήλικοι εγκληματίες, τοξικομανείς, αλκοολικοί αυτόχειρες;».
Και συνεχίζει στο ίδιο άρθρο με «ανατριχιαστικά» στοιχεία από έρευνες που ήρθαν στο φως, έρευνες από έγκριτους καθηγητές Πανεπιστημίου, αλλά και από την Ασφάλεια Αττικής: «Το 12% των μαθητών μόνο στα λύκεια της Αθήνας ομολογεί ότι κάνει… εμπόριο ναρκωτικών. Το 7% σε λύκεια της χώρας βρέθηκε ότι ανήκει σε κάποια εγκληματική συμμορία που διαπράττει ένοπλες ληστείες. Περίπου 10% από τους δράστες βιασμών εις βάρος ανηλίκων είναι …ανήλικοι. Το 39% των μαθητών δηλώνει ότι έχει ενοχληθεί σεξουαλικά μέσα στο σχολείο και 37% των παιδιών του δημοτικού ότι έχει υποστεί σωματική βία».
Ο ανώτατος αξιωματικός της Αστυνομίας Στέφανος Σκότης δηλώνει στην ίδια εφημερίδα: «Εχουμε πλέον την ανάπτυξη της κουλτούρας του δρόμου, που αντιτίθεται στην κουλτούρα της πειθαρχίας των θεσμών»[2].
Ως αιτίες που εξηγούν αυτά τα φαινόμενα εντοπίζονται οι «προβληματικές διαπροσωπικές σχέσεις», η «ενδοοικογενειακή βία», οι «πολυάσχολοι και απόντες γονείς».
Ορισμένοι επικεντρώνουν το πρόβλημα στους γονείς που δε βάζουν και δε διδάσκουν όρια στα παιδιά. Σε άρθρο της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία» σε μια προσπάθεια να εξηγηθεί και να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα διαβάζουμε: «Αυτό που λείπει είναι να κατανοήσουν οι γονείς ότι μέσα στην εφηβεία το παιδί διαμορφώνει την προσωπικότητά του, αλλά κυρίως έχει να μάθει τα όρια που του βάζουν οι γονείς, οι δάσκαλοι, το σχολείο και ασφαλώς η πολιτεία», ενώ συνεχίζει: «Να ασχοληθούμε με τα παιδιά μας, να τους δείξουμε τον ρόλο μας, αλλά και τον δικό τους, να τους θυμίσουμε ότι είναι μαθητές που μαθαίνουν την ζωή από εμάς, το σχολείο, την κοινωνία. Να οριοθετήσουμε αυτό που ίσως εμείς οι παλιότεροι είχαμε, με υπερβολικό τρόπο, δεχτεί από την παλιά Ελλάδα: την πειθαρχία».[3]
Μάλιστα σε έρευνα του Πάντειου Πανεπιστημίου που παρουσιάστηκε στην εφημερίδα «Το Βήμα», το προφίλ του Ελληνα μαθητή φαίνεται να είναι: «ξενόφοβος, κοινωνικά τρομαγμένος και αμήχανος απέναντι στα μεγάλα προβλήματα της εποχής».[4]
Διαμορφώνεται ή κατασκευάζεται λοιπόν μια εικόνα εφήβων που δεν θέλουν όρια, παραβαίνουν το νόμο, εμφανίζονται να απειλούν την κοινωνική συνοχή. Η προσπάθεια αυτή έχει προφανώς μεγαλύτερο βάθος και επιδιώξεις από τη συκοφάντηση των κινητοποιήσεων. Στοχεύει στην ερμηνεία με όρους εγκληματολογίας και ψυχοπαθολογίας της κοινωνικής συμπεριφοράς της νεολαίας και ιδιαίτερα των τάσεων αγωνιστικότητας, ριζοσπαστισμού και συλλογικότητας που διαμορφώνονται στα παιδιά της εργατικής τάξης ως αποτέλεσμα των αδιεξόδων που αντιμετωπίζουν στο σχολείο, στην εργασιακή προοπτική κλπ. Στοχεύει στην άσκηση πίεσης σε γονείς, καθηγητές να συναινέσουν σε μέτρα καταστολής.
Το άρθρο φιλοδοξεί να συμβάλει στο να δοθεί απάντηση από τη σκοπιά της μαρξιστικής θεωρίας σε αυτή την κατασκευασμένη φιλολογία, να αποκαλυφθούν οι πολιτικές επιδιώξεις.
Σχετικά με την λεγόμενη "παραβατικότητα"
Ολη η φιλολογία για τους «παραβατικούς έφηβους» είναι καθαρό ότι επιχειρεί να μεγεθύνει, να διογκώσει τέτοια φαινόμενα συμπεριφοράς νέων ανθρώπων πέρα από τις πραγματικές τους διαστάσεις, προκειμένου να δημιουργήσει το άλλοθι της καταστολής. Είναι χαρακτηριστικό ότι κάτω από τους πηχυαίους τίτλους περί «νεανικής εγκληματικότητας» και «παραβατικότητας» συσκοτίζεται πολλές φορές η αλήθεια, δημιουργώντας κλίμα εντυπωσιασμού. Ετσι είναι χαρακτηριστικό ότι στις αντίστοιχες έρευνες το 66,6% των καταδικαστικών αποφάσεων του Δικαστηρίου ανηλίκων Αθηνών το διάστημα 2004-2005 αφορά παραβάσεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, ενώ το 10% την παράβαση του νόμου περί μετανάστευσης, δηλαδή αφορά νέους μετανάστες που ήρθαν «λαθραία» στη χώρα μας[5] κλπ.
Ταυτόχρονα δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που η άρχουσα τάξη σπρώχνει, κατευθύνει και προσπαθεί να ομαδοποιήσει, να οργανώσει τη λεγόμενη «παραβατική συμπεριφορά» της νεολαίας και μετά έρχεται δήθεν να την αντιμετωπίσει.
Αυτή η προσπάθεια που στοχεύει στην περιθωριοποίηση τμημάτων της νεολαίας αποτελεί στοιχείο της διαπάλης που αναπτύσσεται για το αν αντικειμενικές τάσεις ομαδοποίησης, συλλογικής δράσης που υπάρχουν στη νεολαία, ιδιαίτερα όσον αφορά νέους που προέρχονται από τα πιο φτωχά λαϊκά στρώματα της κοινωνίας, θα προσανατολιστούν στην κατεύθυνση της χειραφέτησης ή της ενσωμάτωσης. Επιδίωξη είναι να ενσωματώνεται η οργή και η αγανάκτηση που αναπτύσσονται στη βάση των δύσκολων συνθηκών ζωής σε μια εκτονωτική δραστηριότητα, σε μια δραστηριότητα που βάζει σαν στόχο «ψεύτικους εχθρούς» -άλλους εκτός από τους πραγματικούς- που είναι το αστικό κράτος και οι καπιταλιστές. Ετσι διαμορφώνονται τεχνητοί διαχωρισμοί και αντιπαραθέσεις, φταίνε οι μεγαλύτεροι, οι οπαδοί της άλλης ποδοσφαιρικής ομάδας, οι νέοι που ντύνονται με διαφορετικό τρόπο, που ακούν άλλο μουσικό ρεύμα, οι νέοι από τη διπλανή πόλη ή γειτονιά κλπ. Μέσα από τέτοιου είδους ομαδοποιήσεις διαμορφώνονται οι προσωπικοί στρατοί «χούλιγκανς» των καπιταλιστών ιδιοκτητών ποδοσφαιρικών ομάδων, τροφοδοτούνται ρατσιστικές οργανώσεις, προβοκατόρικοι μηχανισμοί κλπ.
Η χρήση του όρου «παραβατικότητα» δεν είναι τυχαία γιατί παραπέμπει απευθείας στο ζήτημα του σεβασμού της αστικής νομιμότητας. Με τον όρο «παραβατικότητα» επιχειρείται να συνδεθούν φαινόμενα όπως: οι βιασμοί, η διαπόμπευση μέσω κινητών, η χρήση ναρκωτικών κλπ. με τις κινητοποιήσεις, να δηλωθούν οι μεν και οι δε ως συμπεριφορές που έχουν κοινά χαρακτηριστικά. Παράβαση του νόμου ο βιασμός - παράβαση του νόμου η κατάληψη, η απεργία, το κλείσιμο δρόμου κλπ.
Προφανώς το νομικό εποικοδόμημα σε κάθε κοινωνία ρυθμίζει μια σειρά κανόνες κοινωνικής συμβίωσης απαραίτητους για την ύπαρξη και λειτουργία της κοινωνίας. Το κύριο όμως στοιχείο και καθήκον κάθε νομικού εποικοδομήματος, το κριτήριο με το οποίο λειτουργεί είναι η υπεράσπιση των κυρίαρχων σχέσεων παραγωγής και στην προκειμένη περίπτωση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής: την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Η «παραβατικότητα» που φοβίζει την αστική τάξη δεν είναι αυτή που συνδέεται με μια συμπεριφορά που παραβιάζει κανόνες κοινωνικής συμβίωσης ή τείνει προς την εγκληματικότητα - χωρίς να σημαίνει ότι δεν ενδιαφέρεται και γι’ αυτή. Είναι αυτή της αμφισβήτησης στην πράξη της αστικής νομιμότητας μέσα από το οργανωμένο εργατικό και λαϊκό κίνημα.
Η βία παρουσιάζεται ως κοινό στοιχείο όλων των θεωρούμενων και κατατασσόμενων ως «παραβατικών» συμπεριφορών. Ολη η αστική ιδεολογία αντιμετωπίζει τη βία γενικά με αφοριστικό τρόπο, χωρίς να γίνεται διάκριση ανάμεσα στη βία -που με τον έναν ή άλλο τρόπο- αποτελεί ακραία έκφραση τάσεων ανταγωνισμού, ατομισμού, θεμελιωδών αξιών του καπιταλισμού, την επίσημη κρατική βία του κράτους των εκμεταλλευτών που αποσκοπεί στην διαιώνιση της εκμετάλλευσης και τη βία των εκμεταλλευόμενων που δεν αποτελεί στοιχείο της σήψης και της παρακμής της αστικής κοινωνίας, αλλά έχει προοδευτικό χαρακτήρα στην κοινωνική ιστορική εξέλιξη. Ο αφορισμός της βίας συνοδεύεται από την επιχειρηματολογία υπέρ της ανάγκης συνεννόησης, διαλόγου, συναίνεσης, ως απαραίτητα στοιχεία για τη λειτουργία της κοινωνίας. Η αναγωγή είναι προφανής: έτσι όπως λογικά χρειάζεται να υπάρχει σεβασμός στην προσωπικότητα της ακεραιότητας του συνανθρώπου για να υπάρχει κοινωνική συμβίωση (η οποία κατά κανόνα αφορά τη συναναστροφή ανθρώπων της ίδιας τάξης), έτσι χρειάζεται και οι σχέσεις των κοινωνικών τάξεων να καθορίζονται από αλληλοσεβασμό, συνεννόηση που εξασφαλίζουν την κοινωνική συνοχή.
Πρόκειται για διαστρέβλωση της πραγματικότητας με προφανή στόχο να ασκηθεί πίεση στο εργατικό, λαϊκό κίνημα να περιορίσει την πάλη του στα όρια που καθορίζει η αστική νομιμότητα, να διαμορφωθεί η ιδεολογική βάση της σκληρής καταστολής. Τα παρακμιακά φαινόμενα «ακραίου ατομισμού» και της επιθετικότητας που τον συνοδεύει όμως αναπαράγονται μέσα σε συνθήκες «εύρυθμης» και αδιασάλευτης λειτουργίας του καπιταλισμού, σε συνθήκες που εγγυούνται τα σκληρά μέτρα κατασταλτικής βίας των εκμεταλλευτών ενάντια στη δράση του λαϊκού κινήματος, καθώς και στις συνθήκες του «κοινωνικού διαλόγου» και της «εργασιακής ειρήνης».
Η ιστορική πείρα έχει αποδείξει ότι είναι καταστροφικό για το κίνημα όταν καθορίζει τους στόχους του και τις μορφές πάλης του με βάση τον εκάστοτε πήχη της αστικής νομιμότητας.
Ετσι λοιπόν είναι λογικό με κριτήριο τον αστικό νόμο και την παραβίασή του, με κριτήριο την εύρυθμη λειτουργία του καπιταλισμού να πρέπει να θεωρηθούν -από όλους αυτούς που θεωρούν «τον κόσμο μας, ως τον καλύτερο δυνατό κόσμο»- ως «παραβατικοί» που χρίζουν ψυχιατρικής θεραπείας και καταστολής όλοι όσοι σε τελική ανάλυση σηκώνουν κεφάλι απέναντι στην πολιτική του κεφαλαίου (π.χ. οι ναυτεργάτες που κουρέλιασαν την επιστράτευση, οι χιλιάδες διαδηλωτές που διαδήλωσαν στον ερχομό του Κλίντον στο κέντρο της Αθήνας, το αγροτικό κίνημα με τα τρακτέρ στους δρόμους, το λαϊκό κίνημα που ξεσηκώθηκε ενάντια στη Χούντα κλπ.), να χαρακτηριστούν ως έκλυτοι, αποκλίνοντες, απολωλότες, επικίνδυνοι για την κοινωνία.
Η αστική θεώρηση για το ζήτημα της διαμόρφωσης προσωπικότητας και συμπεριφοράς
Η όλη παρουσίαση φαινομένων που ορισμένες φορές αγγίζουν και την εγκληματική συμπεριφορά έχει μια σκόπιμη ισχυρή «δόση» υπερβολής και διόγκωσης, όπως είπαμε, με στόχο να ισχυροποιηθούν οι πιο αντιδραστικές αντιλήψεις που προβάλλουν νέα μέτρα καταστολής, στοχεύουν στο να καλλιεργήσουν ένα αίσθημα ανασφάλειας.
Βεβαίως τέτοιου είδους φαινόμενα είναι υπαρκτά. Το γεγονός ότι είναι σήμερα περιορισμένα οφείλεται σε μια σειρά παράγοντες (κοινωνικούς, πολιτιστικούς κλπ.), η πιθανότητα στο μέλλον να διογκωθούν θα πρέπει να συνυπολογίζει πάντα και την άμεση συμβολή μηχανισμών της άρχουσας τάξης σε αυτή την κατεύθυνση. Είναι αναγκαίο λοιπόν για να αναζητήσουμε ποιες είναι οι βαθύτερες κοινωνικές αιτίες τέτοιων φαινομένων, να μελετήσουμε το πώς η αστική απολογητική προσπαθεί να συσκοτίσει αυτές τις αιτίες.
Μήπως υπάρχουν εγκληματίες από μόδα; Μήπως κάποιος ανήλικος οδηγείται στο βιασμό συνομήλικής του από ανία; Πόσο σκοτεινή τέλος πάντων είναι η ανθρώπινη φύση; Τι μυστήρια κρύβει; Τα ερωτήματα αυτά αναγκαστικά θέτουν το ζήτημα του πώς διαμορφώνεται η ανθρώπινη προσωπικότητα.
Οι περισσότερες αστικές θεωρίες κινούνται ανάμεσα σε ένα δυαδικό σχήμα ανάλυσης για τη διαμόρφωση προσωπικότητας. Από την μία υπάρχουν οι θεωρίες που δίνουν υπέρμετρη έμφαση στους βιολογικούς παράγοντες. Από την άλλη υπάρχουν αυτές που θεωρούν ότι το περιβάλλον καθορίζει την προσωπικότητα του ανθρώπου σαν κάτι εξωτερικό προς αυτόν, αντιμετωπίζοντάς τον απλά σαν παθητικό δέκτη. Οι ιδιότητες των ανθρώπων εξηγούνται έτσι από την πρώτη ομάδα θεωριών ως αποτέλεσμα της αποκλειστικής επίδρασης της κληρονομικότητας (ένστικτα, κλίσεις, κατηγορίες απριόρι αποθηκευμένες στο γονότυπο) και από τη δεύτερη ως μονόδρομη επίδραση του φυσικού και κοινωνικού περίγυρου.
Οι υποστηρικτές της πρώτης άποψης είναι λογικό να ερμηνεύουν και να αποδίδουν φαινόμενα του εγκλήματος του ακραίου επιθετικού ατομικισμού στη ζωώδη φύση του ανθρώπου, στα ένστικτα κλπ. Πολλοί θεωρητικοί προσπάθησαν να τεκμηριώσουν μια τέτοια εξωϊστορική σε τελευταία ανάλυση υπόθεση για τη φύση του ανθρώπου. Ιστορικά η πιο χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Φρόυντ[6], ο οποίος είχε ανακαλύψει κάποιο υποτιθέμενο ένστικτο της καταστροφής και του θανάτου που είναι καλά ριζωμένο στα μύχια της ανθρώπινης ψυχής και ευθύνεται για τις σαδιστικές, μαζοχιστικές, βίαιες τάσεις των ανθρώπων. Μάλιστα ο ίδιος το θεωρούσε και αιτία για τον πόλεμο.
Σε γράμμα του στον Αϊνστάιν το 1932 «ΓΙΑΤΙ ΠΟΛΕΜΟΣ», έγραφε: «αυτός (σ.σ. ο πόλεμος) φαίνεται πως είναι ένα εντελώς φυσιολογικό πράγμα και έχει αναμφισβήτητα βιολογικές ρίζες και πρακτικά μάλλον είναι αδύνατο να αποφευχθεί...».[7]
Γίνεται κατανοητό ότι αν το ένστικτο του θανάτου οδηγεί σε πολέμους, πόσο μάλλον μπορεί εύκολα να οδηγήσει εφήβους να απολαμβάνουν σκηνές βίας στα κινητά τους. Βεβαίως αυτές οι απλοϊκές και επικίνδυνες θεωρίες (που επανέρχονται διαρκώς και σήμερα με άλλο περιτύλιγμα και που αντιμετωπίζουν τον άνθρωπο σαν κτήνος και την κοινωνία σαν ζούγκλα) βιολογικοποιούν κοινωνικά χαρακτηριστικά και παρακάμπτουν το γεγονός ότι η εξέλιξη του ανθρώπινου είδους και η εξέλιξη των ζώων γίνεται με διαφορετικό τρόπο.
Στην εξέλιξη της ανθρώπινης ιστορίας οι επόμενες γενεές «κληρονομούν» από τις προηγούμενες τα υλικά και πνευματικά αντικείμενα που έχουν δημιουργηθεί από την εργασία τους. Ετσι πάντα κάθε γενιά ξεκινάει την υλική και πνευματική της δραστηριότητα σε διαφορετική βάση απ’ ό,τι οι προηγούμενες.
Η διαδικασία της μάθησης δίνει στον άνθρωπο τη δυνατότητα της κατάκτησης και αφομοίωσης των επιτευγμάτων του πολιτισμού των παλιότερων γενεών.
Αντίθετα από τον άνθρωπο η συμπεριφορά των ζώων είναι σε μεγάλο βαθμό κληρονομικά προγραμματισμένη και αυτό γιατί η διαφορά του ανθρώπου από τα ζώα συνίσταται στο ότι ο άνθρωπος είναι προϊόν της ίδιας του της δραστηριότητας, της συνειδητής δράσης πάνω στη φύση, δηλαδή της εργασίας.
Αντιδραστική συνέπεια των θεωρήσεων περί κληρονομικότητας είναι ότι, αφού ο άνθρωπος είναι γεμάτος ζωώδη, επιθετικά ένστικτα, είναι απόλυτα απαραίτητος ο αυταρχισμός, ο δεσποτισμός, το χαλινάρι, τα όρια -πιο κομψά- που πρέπει να βάλουν στους έφηβους η οικογένεια, το σχολείο, το κράτος.
Από την άλλη μεριά το γενικό θεωρητικό υπόβαθρο των αστικών θεωριών που αντιμετωπίζουν τον άνθρωπο ως παθητικό δέκτη έρμαιο της επίδρασης του περιβάλλοντος απαρνιούνται ολοκληρωτικά τον ενεργητικό ρόλο του ανθρώπου και τον μετατρέπουν σε ένα «παθητικό αποτύπωμα» του πολιτισμού που απλά αφομοιώνει μηχανισμούς συμπεριφοράς που είναι αυστηρά προδιαγεγραμμένοι από το περιβάλλον.
Χαρακτηριστική στην ψυχολογία είναι η τάση του «συμπεριφορισμού» (μπιχεβιορισμός) με τις διάφορες παραλλαγές του (ριζοσπαστικός, γνωστικός κλπ.), όπου όλη η ανθρώπινη συμπεριφορά καθορίζεται από το περιβάλλον χωρίς παράλληλα να επιδρά ο άνθρωπος σε αυτό. Ετσι μπορούμε να διαμορφώσουμε τη συμπεριφορά επιλέγοντας τα κατάλληλα ερεθίσματα στα οποία θα αντιδράσει σωστά το «ζωντανό αυτόματο». Η «συμπεριφοριστική» θεωρία διαμορφώθηκε ως αντίδραση στην ψυχανάλυση, η οποία στηριζόταν σε πολλές «μυστηριώδεις» διαδικασίες που δεν ήταν δυνατόν να επαληθευτούν εμπειρικά.
Οι «συμπεριφοριστές» τονίζουν ότι η ψυχολογία θα πρέπει να βασίζεται στα έκδηλα παρατηρήσιμα γεγονότα και γι’ αυτό υποστηρίζουν ότι μπορούμε να διαμορφώσουμε τη συμπεριφορά του ανθρώπου μέσα από απλές διαδικασίες μάθησης. Οι «μπιχεβιοριστές», όπως ο Skinner[8], αξιοποίησαν τα πολύ μεγάλα επιστημονικά επιτεύγματα του Ρώσου φυσιολόγου Pavlov[9] και του έδωσαν λαθεμένη μεταφυσική - αντιδιαλεκτική κατεύθυνση.
Σύμφωνα με την παραπάνω θεωρία του μπιχεβιορισμού ο κυριότερος τρόπος με τον οποίο επιτυγχάνεται αυτή η διαμόρφωση είναι η συντελεστική εξάρτηση, δηλαδή η εκδήλωση συγκεκριμένων μορφών συμπεριφοράς μέσω της ενίσχυσης-αμοιβής και η απόσβεση άλλων μορφών συμπεριφοράς μέσω της τιμωρίας. Ετσι, όπως όλοι έχουμε παρατηρήσει, ο γονέας κάποιες φορές επαινεί το μικρό παιδί για την υπακοή του και κάποιες φορές θυμώνει εάν το παιδί αρνείται να κάνει αυτό που του λένε.
Με τις διαφορετικές αυτές πράξεις των γονέων -έπαινος, θυμός- η υπακοή εντυπώνεται στο παιδί. Η διαμόρφωση της προσωπικότητάς του και η κοινωνικοποίηση συντελείται λοιπόν με τη χρησιμοποίηση αμοιβών και τιμωριών ανάλογα με το τι είναι επιθυμητό ή όχι. Τα παιδιά μαθαίνουν από νωρίς τις συνδέσεις ανάμεσα στη συμπεριφορά τους και τις συνέπειες που την ακολουθούν και έτσι μαθαίνουν το σωστό είδος συμπεριφοράς. Ο άνθρωπος δηλαδή μπορεί να εκπαιδευτεί με τρόπους που χρησιμοποιεί ένας εκπαιδευτής σκύλων για τα σκυλιά ή όπως εκπαιδεύεται μια αρκούδα στο τσίρκο.
Ετσι η αντίληψη των μπιχεβιοριστών είναι ότι για τον άνθρωπο η κοινωνία δεν είναι παρά ο εξωτερικός περίγυρος που σε αυτόν είναι αναγκασμένος να προσαρμοστεί, να διευθετηθεί, για να μη γίνει «απροσάρμοστος» και να επιβιώσει ακριβώς όπως το ζώο είναι αναγκασμένο να προσαρμοστεί στο εξωτερικό περιβάλλον. Αυτή η προσέγγιση αφενός παραγνωρίζει ότι ο άνθρωπος δε βρίσκει μονάχα μέσα στην κοινωνία τις εξωτερικές συνθήκες που πρέπει να προσαρμόσει σε αυτές τη δραστηριότητά του, αλλά τις τροποποιεί με τη δράση του, αφετέρου δεν αναγνωρίζει πως οι κοινωνικές σχέσεις δεν είναι απλά «εξωτερικό περιβάλλον» για τον άνθρωπο, αλλά πως αυτές οι κοινωνικές συνθήκες κουβαλάνε μέσα τους τα κίνητρα και τους σκοπούς της δραστηριότητας, τα μέσα και τους τρόπους της, με μια λέξη πως η κοινωνία παράγει τη δραστηριότητα των ατόμων που τη συνθέτουν.
Ο Μαρξ έχει τοποθετηθεί κριτικά απέναντι σε παρόμοιες μεταφυσικές και μηχανιστικές αντιλήψεις με την περίφημη θέση 3 για τον Φόυερμπαχ: «Η υλιστική θεωρία ότι οι άνθρωποι είναι προϊόντα των περιστάσεων και της παιδείας και ότι επομένως οι αλλαγμένοι άνθρωποι είναι προϊόντα άλλων περιστάσεων και διαφορετικής παιδείας, ξεχνάει ότι οι άνθρωποι είναι ακριβώς εκείνοι που αλλάζουν τις περιστάσεις και ότι ο παιδαγωγός έχει και αυτός ανάγκη να παιδαγωγηθεί. Γι’ αυτό τείνει αναπόφευκτα να διαιρέσει την κοινωνία σε δύο μέρη που το ένα τους βρίσκεται πάνω από την κοινωνία (λ.χ. στον Ρόμπερτ Οουεν).
Η σύμπτωση της αλλαγής των περιστάσεων και της ανθρώπινης δραστηριότητας ή αυτοαλλαγής μπορεί να εξεταστεί και να κατανοηθεί ορθολογικά μονάχα σαν επαναστατική πρακτική»[10].
Στον μπιχεβιορισμό η ανθρώπινη προσωπικότητα αντιμετωπίζεται σύμφωνα με την έκφραση του Βιγκότσκι σαν ένα «σακί εξαρτημένων αντανακλαστικών»[11]. Αυτές οι απόψεις αναζητούν τις αντικοινωνικές συμπεριφορές σε παράγοντες επιβράβευσης, μίμησης κλπ.
Οι πιο εκσυγχρονισμένες εκδοχές του μπιχεβιορισμού αναζητούν τα αποκλειστικά αίτια τέτοιων φαινομένων σε παράγοντες όπως τα ΜΜΕ, τα βιντεοπαιχνίδια, τα κινούμενα σχέδια. Ο αστός ψυχολόγος Μπαντούρα, εκπρόσωπος του «κοινωνικό-γνωστικού συμπεριφορισμού» ή της λεγόμενης «θεωρίας της κοινωνικής μάθησης», προσπάθησε μάλιστα να μελετήσει και πειραματικά την αρνητική επίδραση της τηλεόρασης στην ανάπτυξη βίαιης-επιθετικής συμπεριφοράς. Εδειξε σε πειραματικό περιβάλλον σε παιδιά προσχολικής ηλικίας ταινία, όπου ένας ενήλικος συμπεριφερόταν βάναυσα σε ένα λαστιχένιο ομοίωμα. Τα παιδιά άρχισαν να συμπεριφέρονται μιμούμενα την επιθετική συμπεριφορά.
Με βάση μετρήσεις που έγιναν τη δεκαετία του 1960 ήδη τότε τα παιδιά είχαν δει στην τηλεόραση 10.000 δολοφονίες ως τα 14 τους χρόνια, ενώ το 75% των προγραμμάτων περιείχαν σκηνές «βίας»[12].
Οι μπιχεβιοριστικές θεωρίες της μίμησης προφανώς στηρίζονται σε πραγματικά δεδομένα, τα οποία αποδίδονται και με τα παραπάνω πειράματα, όμως δεν μπορούν να εξηγήσουν πώς τέτοιες συμπεριφορές από απλή μίμηση μετατρέπονται σε στοιχεία που καθορίζουν την κοινωνική δραστηριότητα και την προσωπικότητα του ανθρώπου.Επί της ουσίας αδυνατούν να εξηγήσουν τη βαθύτερη κοινωνική αιτία τέτοιων φαινομένων.
Τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ ασφαλώς και συμβάλλουν στη στρεβλή αντίληψη και στην ανάπτυξη αντικοινωνικών συμπεριφορών, αφενός γιατί στηρίζονται στην ιδεολογία της αστικής τάξης, αφετέρου επειδή αναπαράγουν τα φαινόμενα της σήψης του καπιταλιστικού συστήματος. Η επίδρασή τους δεν είναι κάτι ξεκομμένο από τους στόχους της καπιταλιστικής κυριαρχίας που υπηρετούνται από όλα τα μέσα που διαθέτει το σύστημα, μεταξύ αυτών τα μέσα παιδείας, ενημέρωσης, ψυχαγώγησης κλπ. Αυτή η επίδραση καταγράφεται αυτονομημένη ως «αρνητική επίδραση», ήδη από τη δεκαετία του 1960, ενώ αποσιωπάται ότι αναπαράγεται ο ανταγωνισμός, ο ατομισμός, η κατασταλτική βία, η βία των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων, η βία που καλλιεργεί το φόβο και η ανασφάλεια. Ετσι καλλιεργείται με όλους τους τρόπους η αντίληψη ότι η ζωή είναι ζούγκλα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι η «άρρωστη» ιδέα της βιντεοσκόπησης προσωπικών στιγμών διαμορφώθηκε μέσα από τη λειτουργία των ΜΜΕ, με τις ευθύνες της αστικής διακυβέρνησης για την ύπαρξη και το περιεχόμενο της ιδιωτικής τηλεόρασης.
Επίσης τα ΜΜΕ έχουν έναν ειδικό ρόλο στην προσπάθεια αυτά τα φαινόμενα να διογκώνονται, να γίνονται χαρακτηριστικό δραστηριότητας διαφόρων ομάδων νεολαίας, όπως αναφερθήκαμε και σε προηγούμενο σημείο.
Η πληρέστερη κατανόηση του ρόλου και του μηχανισμού -μέσω του οποίου λειτουργούν τα ΜΜΕ- στη διαμόρφωση αξιών, τρόπου ζωής και συνείδησης χρειάζεται να λαμβάνει υπ’ όψιν ότι τα ΜΜΕ βασικά αναπαράγουν στοιχεία που γεννιούνται στο έδαφος τωνκοινωνικών σχέσεων. Ετσι λοιπόν η «θεωρία της κοινωνικής μάθησης» και η έρευνά της παραμένει αναγκαστικά αφηρημένη, αποσπασμένη από τις συγκεκριμένες κοινωνικο-οικονομικές σχέσεις.
Συνοψίζοντας, η κυρίαρχη αστική ιδεολογία και απολογητική προσπαθεί να πλάσει πλήθος επιχειρημάτων για να εξηγήσει τέτοια φαινόμενα. Κάποια ρεύματα προσπαθούν να φορτώσουν την αποκλειστική ευθύνη σε μια σειρά υπαρκτούς κοινωνικούς παράγοντες, όπως η οικογένεια, ο κοινωνικός περίγυρος, οι παρέες, θεωρώντας τους όμως έξω από τις σχέσεις παραγωγής και ανάγοντάς τους ως πρωταρχικές αιτίες. Κάποιοι άλλοι προσπαθούν να δείξουν ότι η εγκληματικότητα, η επιθετική συμπεριφορά είναι σύμφυτη με τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά και ότι είναι ενσωματωμένη στο DNA. Βιολογικοποιούν δηλαδή κοινωνικά χαρακτηριστικά και αθωώνουν το σύστημα.
Σε κάθε περίπτωση η επιδίωξη είναι να ξεκοπούν παράμετροι του προβλήματος, να αυτονομηθούν, να μην εξεταστούν σε βάθος οι κοινωνικές σχέσεις. Να παρουσιαστούν οι παράγοντες που συντελούν στην όξυνση του προβλήματος ως αιτίες που το γενούν. Κοινό σημείο και στόχος είναι να μην μπει στο στόχαστρο η κρίση αξιών του καπιταλιστικού συστήματος
Η ιστορικο-κοινωνική αντιμετώπιση του ζητήματος
Το πρόβλημα ωστόσο δεν είναι να διαπιστώσουμε ότι ο άνθρωπος είναι ταυτόχρονα βιολογικό και κοινωνικό ον. Αυτή είναι μια αδιαφιλονίκητη αλήθεια, η οποία όμως δε μας πληροφορεί για την ουσία της προσωπικότητας, για τη γέννησή της.
Αφετηριακό σημείο για τη μαρξιστική -δηλαδή τη διαλεκτική υλιστική- προσέγγιση είναι η μελέτη της ανάπτυξης της προσωπικότητας ως διαδικασίας των ζωντανών σχέσεων του ατόμου, ως συνέχειας των μεταμορφώσεων της δραστηριότητάς του. Μια τέτοια προσέγγιση οδηγεί στην ιδέα της ιστορικοκοινωνικής ουσίας της προσωπικότητας. Η προσωπικότητα γεννιέται και φανερώνεται για πρώτη φορά μέσα στην κοινωνία, ο άνθρωπος δεν μπαίνει στην ιστορία παρά σαν άτομο προικισμένο με ορισμένες φυσικές ιδιότητες και ικανότητες και δε γίνεται προσωπικότητα παρά σαν υποκείμενο των κοινωνικών σχέσεων.
Ετσι η νεανική προσωπικότητα των εφήβων δεν είναι ένα ενσωματωμένο όλο που καθορίζεται γενετικά: Η προσωπικότητα δεν υπάρχει από τη γέννηση, αλλά γίνεται, παράγεται και η ίδια, διαμορφώνεται μέσα στις κοινωνικές σχέσεις με τις οποίες αναπτύσσεται και δραστηριοποιείται το άτομο σε όλη του τη ζωή. Δηλαδή είναι ένα σχετικά αργό προϊόν της ιστορικο-κοινωνικής ανάπτυξης του ανθρώπου. Αν και τα χαρακτηριστικά της ατομικότητας εκδηλώνονται ζωηρά από τις πολύ μικρές ηλικίες, δεν μπορούμε να μιλάμε για την προσωπικότητα ενός νεογέννητου.
Με δύο λόγια πρέπει να ξεχωρίσουμε τρία στοιχεία για να κατανοήσουμε την ανάπτυξη της προσωπικότητας: α) Τα ατομικά-βιολογικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου ως προϋποθέσεις της ανάπτυξης της προσωπικότητας. β)Τις κοινωνικές σχέσεις ως την πηγή της ανάπτυξης της προσωπικότητας.γ) Τη δραστηριότητα ως βάση πραγμάτωσης της ζωής της προσωπικότητας στο σύστημα των κοινωνικών σχέσεων.
Ο Μαρξ στη «Γερμανική ιδεολογία» γράφει: «Οι προϋποθέσεις που από αυτές ξεκινάμε δεν είναι αυθαίρετες, δεν είναι δόγματα, είναι πραγματικές προϋποθέσεις που δεν μπορούμε να κάνουμε αφαίρεσή τους παρά στην φαντασία. Αυτές είναι τα πραγματικά άτομα, οι πράξεις τους και οι υλικές συνθήκες της ύπαρξής τους»[13].
Οι άνθρωποι είναι μέρος της φύσης. Αρα για να ζήσουν χρειάζεται να δράσουν, να παράγουν τα μέσα ύπαρξής τους. Ταυτόχρονα, ενώ μεταμορφώνουν τον εξωτερικό κόσμο, δρώντας απάνω του μεταμορφώνονται και οι ίδιοι. Γι’ αυτό το ΕΙΝΑΙ τους προσδιορίζεται από τη δραστηριότητά τους, που και αυτή η ίδια προσδιορίζεται από το επίπεδο ανάπτυξης των μέσων και των μορφών οργάνωσής της. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να κατανοηθεί έξω από το σύστημα των σχέσεών του με τη φύση και την κοινωνία. Οπως λέει ο Λεόντιεφ, «το να μελετάς τον ατομικό ψυχισμό είναι σαν να αναλύεις τις κοινωνικές συνθήκες και τις συγκεκριμένες περιπτώσεις που τυχαίνουν σε καθεμιά από αυτές»[14].
Ο άνθρωπος δεν υπάρχει έξω από το σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων, η έρευνα για τον άνθρωπο πρέπει να στραφεί στις ίδιες τις κοινωνικές σχέσεις. Βάση των κοινωνικών σχέσεων είναι οι σχέσεις παραγωγής.
Η έννοια «σχέσεις παραγωγής» με την πλατιά σημασία της λέξης περιλαμβάνει όλες τις μορφές των οικονομικών σχέσεων ανάμεσα στους ανθρώπους. Από το σύμπλεγμα των σχέσεων παραγωγής, η βασική -εκείνη που καθορίζει όλες τις άλλες- είναι η σχέση των ανθρώπων προς τα μέσα παραγωγής, οι μορφές συνένωσης των παραγωγών με τα μέσα παραγωγής, με άλλα λόγια οι μορφές ιδιοκτησίας. Η ουσία οποιουδήποτε τύπου σχέσεων παραγωγής χαρακτηρίζεται προπάντων από τη μορφή ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, δηλαδή από το ποιος είναι ο κάτοχος των μέσων παραγωγής.
Τάσος Τραβασάρος, μέλος του ΚΣ της ΚΝΕ, ειδικός παιδαγωγός
Παραπομπές
[1] Εφημερίδα «Απογευματινή», 12.11.2006 σελ. 5.
[2] Εφημερίδα «Απογευματινή», 12.11.2006 σελ. 7.
[3] Εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», 13.11.2006, σελ. 49.
[4] Εφημερίδα «Το Βήμα», 13.11.2006, σελ. A 59-61.
[5] Εφημερίδα «Εθνος» 4.12.2006, ρεπορτάζ Μαίρη Μπενέα με τίτλο: «Εκρηξη στη βία ανηλίκων». Επίσης τέτοιου είδους στοιχεία υπάρχουν και στα υλικά της Ημερίδας που έγινε το Φεβρουάριο του 2005 με θέμα: «Νομοθεσία και Ψυχική Υγεία» και οργανώθηκε από την Παιδοψυχιατρική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών(Δημοσιεύθηκαν στην «Ελευθεροτυπία», 9.4.2005).
[6] Σίγκμουντ Φρόυντ (1856-1939): Αυστριακός νευροπαθολόγος ψυχίατρος και ψυχολόγος, ιδρυτής της ψυχανάλυσης. Τελείωσε την ιατρική σχολή του πανεπιστημίου της Βιέννης. Το 1876 -1882 δούλευε στη Βιέννη όπου γνωρίστηκε με τον Χέλμχολτς που τις ιδέες του για την ενέργεια αργότερα τις μετέφερε στην ψυχολογία. Υπό την επίδραση της γαλλικής σχολής της ψυχοθεραπείας (Σαρκό) από τις αρχές της δεκαετίας 1890-1900 ασχολούνταν με τα προβλήματα των νευρώσεων (ιδιαίτερα της υστερίας). Στη δεκαετία 1900-1910 πρότεινε τη γενική ψυχολογική θεωρία της δομής του ψυχικού μηχανισμού ως ενεργειακού συστήματος, στη βάση της δυναμικής του οποίου βρίσκεται η σύγκρουση μεταξύ των διάφορων επιπέδων του ψυχισμού, πριν από όλα της συνείδησης και των αυθόρμητων υποσυνείδητων ροπών. Γενικά ο Φρόυντ έβλεπε με αστικά γυαλιά τον άνθρωπο, αλλά είχε μια ορισμένη συμβολή στο να τεθεί η ανάγκη επιστημονικής μελέτης του ψυχισμού. Η επιρροή των ιδεών του Φρόυντ εκδηλώθηκε στις πιο διαφορετικές κατευθύνσεις της αστικής φιλοσοφίας και κοινωνιολογίας.
[7] Ελισαίου Βαγενά: «Για μια άλλη προσέγγιση της παιδικής επιθετικότητας», σελ. 26, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή».
[8]B.F.Skinner (1904-1990): Αμερικάνος ψυχολόγος κύριος εκφραστής του μπιχεβιορισμού. Καθηγητής των Πανεπιστημίων της Μινεσότα, Ινδιάνας και Χάρβαρντ. Ξεκινώντας από την άποψη ότι οι μηχανισμοί της συμπεριφοράς των ζώων και των ανθρώπων είναι όμοιοι επεξέτεινε τη θεωρία του στην αφομοίωση του λόγου, την ψυχοθεραπεία, την εκπαίδευση στο σχολείο. Διατύπωσε ουτοπικά αντιδραστικά σχέδια αναδιοργάνωσης της κοινωνίας με βάση τις ιδέες του μπιχεβιορισμού για τη ρύθμιση της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
[9]Ivan Petrovich Pavlov (1849-1936): Σοβιετικός φυσιολόγος, δημιουργός της υλιστικής διδασκαλίας για την ανώτατη νευρική δραστηριότητα και των σύγχρονων αντιλήψεων για τη λειτουργία της πέψης. Τελειώνοντας το 1864 τη θεολογική σχολή του Ραζιάν, παρακολούθησε το θεολογικό σεμινάριο του Ραζιάν. Σε αυτά τα χρόνια ήρθε σε επαφή με τις ιδέες των Ρώσων επαναστατών δημοκρατών (Χέρτσεν, Τσερνισέφσκι, Ντομπρολιούμποφ) με τα βιβλία του Πισάρεφ και κυρίως με την εργασία του Σετσένοφ «Τα Αντανακλαστικά Του Εγκεφάλου» (1863). Από το 1925 ήταν διευθυντής του Ινστιτούτου Φυσιολογίας της ΕΣΣΔ. Ο ίδιος με κανένα τρόπο δεν έβλεπε την ανθρώπινη συμπεριφορά σαν ουσιαστικά «εξαρτημένη», δηλαδή σαν παθητική αντίδραση σε εξωτερικά ερεθίσματα. Αντίθετα τα ερωτήματά του είχαν να κάνουν με τις διαφορές μεταξύ των αντανακλαστικών που εκδηλώνονται μη εξαρτώμενα και αυτών που εμφανίζονται υπό ορισμένους όρους (εξαρτώμενα).
[10] Κ. Μαρξ, «Θέσεις για τον Φόυερμπαχ». Περιλαμβάνονται στο έργο των Κ. Μαρξ και Φρ. Ενγκελς «Η γερμανική Ιδεολογία», τόμος 1, σελ. 46, εκδ. «Gutenberg».
[11] Λ. Σ. Βιγκότσκι: Βλ. Ελισαίου Βαγενά, «Για μια άλλη προσέγγιση της παιδικής επιθετικότητας», σελ. 69, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή».
[12] Ελισαίου Βαγενά: «Για μια άλλη προσέγγιση της παιδικής επιθετικότητας», σελ. 91, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή».
[13] Κ. Μαρξ: «Η γερμανική Ιδεολογία», τόμος 1, σελ. 60, εκδ. «Gutenberg».
[14] Λεόντιεφ: «Δραστηριότητα, συνείδηση, προσωπικότητα», σελ. 13, εκδ. «Αναγνωστίδης».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου