Ένα ιδεολογικό-πολιτικό άρθρο των Μάκη Μακρή και Χρήστου Μπαλωμένου (ΚΟΜΕΠ 2014 Τεύχος 4)
«Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών με τη μεγάλη πτώση της συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ (με συνολική πτώση πάνω από 12%!), την πρωτιά του ΣΥΡΙΖΑ, και συνολικά τον κόσμο που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στρέφεται προς τ’ αριστερά να είναι πάνω από τα επίπεδα του 2012, αποτυπώνει τη σφοδρή καταδίκη της συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ και την ανάγκη ν’ αλλάξουν τα πράγματα. Η κυβέρνηση ΝΔ-ΕΛΙΑΣ είναι μειοψηφική, βαθιά απονομιμοποιημένη, δεν έχει δικαίωμα να συνεχίσει την αντιδραστική πολιτική. Η ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε πρώτη δύναμη αποτυπώνει τη διάθεση ευρύτερων κομματιών εργαζομένων ν’ απαλλαγούν από την κυβέρνηση της καταστροφής».
Η παραπάνω εκτίμηση του πρόσφατου εκλογικού αποτελέσματος ανήκει στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Σε εκτιμήσεις αντίστοιχου περιεχομένου είχε προβεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μετά από τις εκλογές του Ιούνη του 2012, επιχαίροντας για τη «μαζική στροφή προς τ’ αριστερά, την οποία καρπώθηκε κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ, δίνοντας στην Αριστερά τα μεγαλύτερα ποσοστά της από το 1958», ενώ μετά από τις εκλογές του Μάη του 2012 είχε αποδεχτεί τη συνάντηση με το ΣΥΡΙΖΑ στο πλαίσιο των επαφών του τελευταίου αναφορικά με τη διερευνητική εντολή που είχε λάβει για το σχηματισμό κυβέρνησης.
Ακόμα πιο χαρακτηριστικό είναι το ύφος ανακοινώσεων σχημάτων που συμμετέχουν στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ενδεικτικά παραθέτουμε απόσπασμα από κεντρικό άρθρο στην ιστοσελίδα του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος (το οποίο υπενθυμίζουμε ότι τη δεκαετία του 1990 καλούσε ανοιχτά σε στήριξη των ψηφοδελτίων του ΠΑΣΟΚ): «Τα αποτελέσματα των εκλογών ήταν μια μεγάλη ήττα για την άθλια συγκυβέρνηση των Σαμαροβενιζέλων […] Όπως δείχνουν τα αποτελέσματα των τοπικών εκλογών και των ευρωεκλογών, η Αριστερά όχι μόνο κράτησε, αλλά αύξησε τα ποσοστά της σε σχέση με τις διπλές εκλογές του 2012 […] Τα ποσοστά που παίρνει η Αριστερά συνολικά είναι τα μεγαλύτερα στη μεταπολεμική ιστορία της. Μεγαλύτερα ακόμα και από το 25% της ΕΔΑ στις εκλογές του 1958. Η αριστερή στροφή του 2012 δεν ήταν μια παροδική ψήφος διαμαρτυρίας, είναι συνειδητό κοινωνικό ρεύμα […] Ο κόσμος που έχει τις ελπίδες του στο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να παλέψει μαζί με την αντικαπιταλιστική Αριστερά για να μη δει τον Τσίπρα να παίρνει το δρόμο του Ρέντσι»1.
Συμβατή με αυτές τις εκτιμήσεις είναι και η στάση των δυνάμεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε όλα τα ζητήματα. Από τη στήριξη κοινών υποψηφίων με το ΣΥΡΙΖΑ σε ορισμένους δήμους και την ανοιχτή παρότρυνση του υποψήφιού της δημάρχου Αθήνας Π. Κωνσταντίνου για στήριξη του υποψηφίου του ΣΥΡΙΖΑ στο β΄ γύρο των πρόσφατων εκλογών στο δήμο της Αθήνας, μέχρι τα κοινά ψηφοδέλτια και τα κοινά πλαίσια με τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ στα συνδικάτα. Τα παραπάνω μάλλον καθιστούν αρκετά εύστοχη την εκτίμηση του ίδιου του ΝΑΡ, σύμφωνα με την οποία «Στα μάτια πολλών αριστερών κι εργαζομένων η ΑΝΤΑΡΣΥΑ φαίνεται σα συνεχές του ΣΥΡΙΖΑ»2.
Συνολικά, από τις θέσεις και τη στάση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ο ΣΥΡΙΖΑ αναδεικνύεται ως μια συγγενική –πολιτικά και ιδεολογικά– δύναμη, στο εσωτερικό της οποίας διεξάγεται διαπάλη μεταξύ της ριζοσπαστικής και της συμβιβαστικής με τον καπιταλισμό πολιτικής γραμμής. Στις σημερινές συνθήκες η ΑΝΤΑΡΣΥΑ εκτιμά ότι έχει ενισχυθεί η συμβιβαστική τάση λόγω της ασυνέπειας και ατολμίας «της ηγεσίας του». Ακολουθώντας στο ζήτημα αυτό σχεδόν κατά γράμμα την κριτική της λεγόμενης Αριστερής Πλατφόρμας του ΣΥΡΙΖΑ στην ηγεσία του, χαρακτηρίζει τα ανοιχτά διαπιστευτήρια του ΣΥΡΙΖΑ προς την άρχουσα τάξη –ενόψει της διεκδίκησης της κυβερνητικής διαχείρισης του ελληνικού καπιταλισμού– ως «δεξιά στροφή της ηγεσίας του». Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ φιλοδοξεί μάλιστα να λειτουργήσει ως δύναμη αντιρρόπησης αυτής της «δεξιάς στροφής» του ΣΥΡΙΖΑ και της πιθανής κυβέρνησης με κορμό το ΣΥΡΙΖΑ.
Ενδεικτικός γι’ αυτό είναι ο τρόπος με τον οποίο ο διευθυντής της εφημερίδας του ΝΑΡ, «Πριν», Γ. Δελαστίκ επιχειρηματολογούσε πριν τις ευρωεκλογές υπέρ της ψήφου στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ:
«Αν δεν υπάρχει ισχυρή πίεση από τ’ αριστερά, ώστε να ριζοσπαστικοποιείται η κοινωνία και να υποχρεώνει μια υποθετική κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ να υιοθετεί και κάποια φιλολαϊκά μέτρα, η ενσωμάτωση στο σύστημα είναι εκ των προτέρων βέβαιη. Η εκλογική ενίσχυση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις ευρωεκλογές είναι μία από τις προϋποθέσεις ύπαρξης αριστερής πίεσης»3.
Για να αναδείξουμε τις τάσεις αναμόρφωσης του οπορτουνιστικού χώρου, αρκεί να συγκρίνουμε την παραπάνω τοποθέτηση με τις δηλώσεις στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ λίγα χρόνια πριν. Για παράδειγμα, ο Δ. Παπαδημούλης δήλωνε το 2009 στο πλαίσιο της «εποικοδομητικής» κριτικής του στο ΠΑΣΟΚ:
«Κάθε επιπλέον βουλευτής […] θα βοηθήσει και οι όποιες θετικές –και αόριστες επί του παρόντος– δεσμεύσεις του ΠΑΣΟΚ να μην αθετηθούν και θα κρατάει τα “μπόσικα”, ελέγχοντας την αυριανή εξουσία […] Για το λόγο αυτό χρειάζεται ισχυρή Αριστερά του σήμερα και όχι η Αριστερά του ΚΚΕ».
Ποιες είναι όμως εκείνες οι επεξεργασίες και αναλύσεις στη βάση των οποίων λαμβάνει χώρα η σταθερή κι επιταχυνόμενη υιοθέτηση από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ θέσεων που αντικειμενικά συμβάλλουν στο φούντωμα των κοινοβουλευτικών αυταπατών, την αναχαίτιση της ταξικής ριζοσπαστικοποίησης, τη σταθερότητα του αστικού πολιτικού συστήματος και την ενσωμάτωση των εργαζομένων σε αυτό;
ΤΟ «ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ» ΚΑΙ Η «ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΤΡΟΠΗ» ΤΗΣ ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Πριν περάσουμε στην κριτική του «μεταβατικού αντικαπιταλιστικού προγράμματος» της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, θα παρουσιάσουμε εν συντομία τον τρόπο παρέμβασης του ΚΚΕ στο εργατικό-λαϊκό κίνημα, έτσι ώστε να φανεί καλύτερα η διαφορετική επίδραση των δύο πολιτικών κατευθύνσεων στον προσανατολισμό του κινήματος. Στόχος αυτής της σύγκρισης είναι ν’ αναδειχτεί πληρέστερα ότι η στάση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ –που εν συντομία παρουσιάστηκε στην εισαγωγή αυτού του άρθρου– απορρέει από την ίδια τη «μεταβατική» λογική του πολιτικού της προγράμματος.
Το ΚΚΕ δρα στη βάση των οξυμένων λαϊκών προβλημάτων και παρεμβαίνει στο εργατικό-λαϊκό κίνημα με πολιτική γραμμή που συμβάλλει στην πολιτική, ιδεολογική, οργανωτική χειραφέτηση της εργατικής τάξης από κάθε πτέρυγα της αστικής πολιτικής –και από την πλειοψηφούσα και από την μειοψηφούσα– σε κάθε συγκεκριμένη περίοδο. Αυτό σημαίνει διαμόρφωση πλαισίου αιτημάτων το οποίο αναδεικνύει τις δυνατότητες ικανοποίησης των λαϊκών αναγκών και την παρεμπόδιση αυτής της ικανοποίησης από τον καπιταλιστικό τρόπο οργάνωσης της οικονομίας και της κοινωνίας, επιλογή των κατάλληλων κάθε φορά μορφών πάλης που εξασφαλίζουν τη συμμετοχή των ίδιων των εργαζομένων, αυτοτελή ιδεολογική παρέμβαση μέσα στους αγώνες με αναφορά στα προβλήματα.
Βασικός στόχος της παραπάνω παρέμβασης είναι «η πλειοψηφία της εργατικής τάξης να κατανοεί μέσα από την πάλη της την αναγκαιότητα απαλλαγής της από την καθυπόταξη της όχι μόνο στα αστικά, αλλά και στα οπορτουνιστικά κόμματα, που χρησιμοποιούν το κίνημα για την κυβερνητική εναλλαγή και τη μακροημέρευση του εκμεταλλευτικού συστήματος»4.
Στο πλαίσιο του καπιταλισμού, ο στόχος για τη συγκρότηση μιας μαχητικής εργατικής-λαϊκής αντιπολίτευσης στο κεφάλαιο, το κράτος του και τις συμμαχίες του, είναι ο μόνος που μπορεί να βάζει εμπόδια στην αντιλαϊκή επίθεση και κυρίως ν’ ανοίγει το δρόμο για την προοπτική, την εργατική εξουσία, που για το ΚΚΕ δεν είναι ένα απροσδιόριστο και ακαθόριστο μέλλον.
Σε αυτόν το δρόμο θα βαθαίνει η Λαϊκή Συμμαχία, η συμπαράταξη των αντικαπιταλιστικών - αντιμονοπωλιακών κοινωνικών δυνάμεων στον αγώνα, στο κίνημα. Θα ενισχύεται η γραμμή αντεπίθεσης, ρήξης και ανατροπής με την εξουσία του κεφαλαίου, η πρόταση εξουσίας που σαφώς οριοθετείται από την καπιταλιστική στο ζήτημα της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, θέτοντας ως στόχο την κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, τον αγροτικό παραγωγικό συνεταιρισμό, την αποδέσμευση από ΕΕ και ΝΑΤΟ.
Η παραπάνω λογική γίνεται φυσικά προσπάθεια να εξειδικεύεται στην κάθε δεδομένη χρονική στιγμή, στον κάθε συγκεκριμένο χώρο, στην κάθε καμπή του αγώνα, έτσι ώστε να βοηθά τους εργαζομένους να βγάζουν τα σωστά συμπεράσματα. Έχοντας υπόψη τα παραπάνω, το ΚΚΕ διαμορφώνει συγκεκριμένα κάθε φορά αιτήματα στο κίνημα, στο κάθε συνδικάτο, στην κάθε γειτονιά, στον κάθε σύλλογο. Για παράδειγμα, η παράταξη που στηρίζει το ΚΚΕ στη Χαλυβουργία Ελλάδος ανέφερε στην ανακοίνωσή της μετά από την έγκριση από το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας των ομαδικών απολύσεων στο εργοστάσιο στον Ασπρόπυργο: «Η ζωή έχει δείξει πως κυβερνήσεις μπορεί ν’ αλλάζουν, άλλοι να φεύγουν και άλλοι να έρχονται, ν’ αλλάζουν βάρδια οι τιμονιέρηδες. Όσο όμως τα κλειδιά θα τα έχει ο Μάνεσης και η φάρα του, αυτοί θα κάνουν κουμάντο και τα πράγματα θα γίνονται χειρότερα».
Εννοείται ότι το ΚΚΕ αξιοποιεί τους αστικούς θεσμούς των εκλογών, της Βουλής, της τοπικής διοίκησης, για την προβολή αυτών των αιτημάτων, για τη διάδοσή τους στους εργαζομένους, για την αποκάλυψη του ταξικού χαρακτήρα των θέσεων των άλλων πολιτικών δυνάμεων.
Ας δούμε τώρα πώς παρεμβαίνει στο κίνημα η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Σύμφωνα με την απόφαση της 2ης Συνδιάσκεψης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (Ιούνης 2013), «κεντρικός πολιτικός στόχος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, για την ιστορική περίοδο που βρισκόμαστε, είναι η αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης του κεφαλαίου, των κυβερνήσεών του, της ΕΕ και του ΔΝΤ, με το αναγκαίο αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα»5.
Στο μεταβατικό πρόγραμμα αποδίδεται από τους εμπνευστές του «σχετική αυτοτέλεια» σε σχέση με την εργατική εξουσία. Τα αιτήματα, λοιπόν, που περιλαμβάνει δεν μπορούν να προσεγγίζονται ως άθροισμα αιτημάτων, ξεκομμένα από το κοινό ενοποιητικό τους στοιχείο ως τμήματα ενός μεταβατικού πολιτικού προγράμματος. Από την ίδια του τη φύση ως μεταβατικό πολιτικό πρόγραμμα, και όχι ως αιτήματα που «ρίχνονται» στο κίνημα, έχει το χαρακτήρα συνολικής μεταβατικής πολιτικής πρότασης, πολιτικού προγράμματος μίας υποτιθέμενης μεταβατικής κατάστασης. Με αυτήν την έννοια, το μεταβατικό πολιτικό πρόγραμμα εισάγει «από την πίσω πόρτα» τη λογική της προσέγγισης του σοσιαλισμού/κομμουνισμού μέσω κάποιου σταδίου που διαμεσολαβεί την αστική και την εργατική εξουσία.
Τα παραπάνω σε καμία περίπτωση δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι κάποιοι –όχι όλοι– από τους εμπνευστές του αρνούνται φραστικά σε ορισμένες –και όχι σε όλες– τις διατυπώσεις τους τη δυνατότητα ύπαρξης μιας τέτοιας μεταβατικής κατάστασης.
Στην απόφαση της 2ης Συνδιάσκεψής της περιέχονται δύο συγκεκριμένες διατυπώσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που εστιάζουν στo «μεταβατικό» χαρακτήρα αυτού του προγράμματος. Φυσικά, οι διατυπώσεις αυτές, όπως και οι περισσότερες θέσεις των οπορτουνιστικών μορφωμάτων, μπορεί να έρχονται σε αντίφαση με άλλες διατυπώσεις τους. Βασικό χαρακτηριστικό άλλωστε του οπορτουνισμού είναι η διατύπωση συνειδητά αμφίσημων θέσεων που επιδέχονται πολλαπλές ερμηνείες και «χαϊδεύουν» πολλών ειδών αφτιά. Μέσω αυτής της αξιοσημείωτης ελαστικότητας που του εξασφαλίζει η αντιφατικότητα των θέσεών του, επιχειρείται άλλωστε και η απόκρυψη του συμβιβαστικού χαρακτήρα της πρότασής του.
Ας περάσουμε όμως στις συγκεκριμένες διατυπώσεις. Σύμφωνα με την πρώτη, πρόκειται «για πρόγραμμα συγκέντρωσης δυνάμεων και γεφύρωσης του σήμερα με το αύριο του κινήματος», ενώ σύμφωνα με τη δεύτερη πρόκειται για πρόγραμμα το οποίο, «στο σύνολό του, θα υλοποιηθεί από την πολιτική εξουσία και κυβέρνηση της εργατικής τάξης και των σύμμαχων λαϊκών στρωμάτων».
Η πρώτη διατύπωση προβάλλει το πρόγραμμα ως ένα σύνολο στόχων κι αιτημάτων που μπορεί ν’ αξιοποιηθεί σήμερα για τη συγκέντρωση δυνάμεων. Από την άλλη πλευρά, η δεύτερη διατύπωση προβάλλει το μεταβατικό πρόγραμμα ως πρόγραμμα που πλευρές του μπορούν να επιβάλλονται από το εργατικό κίνημα εντός του καπιταλιστικού συστήματος, προετοιμάζοντας ταυτόχρονα την τελική κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη, η οποία θα εφαρμόσει κι εκείνες τις πλευρές του μεταβατικού προγράμματος που δεν είχαν εφαρμοστεί εντός του καπιταλισμού (παρόλο που ως πρόγραμμα που «στο σύνολο του» θα εφαρμοστεί από την εργατική εξουσία δεν περιλαμβάνει το αίτημα της κοινωνικοποίησης των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής). Το παραπάνω σχήμα εκφράζεται πιο καθαρά στην ακόλουθη διατύπωση της απόφασης της Συνδιάσκεψης: «Χωρίς όλες τις μορφές πάλης, με τις οποίες ο ίδιος ο οργανωμένος λαός κάνει πράξη το μεταβατικό πρόγραμμα, δεν μπορεί να υπάρχει εξουσία των εργαζομένων».
Οι παραπάνω διατυπώσεις στο σύνολό τους αφήνουν χώρο για την ερμηνεία του μεταβατικού χαρακτήρα του προγράμματος αυτού στη βάση του εξής σχήματος: Η πάλη για την εφαρμογή του μεταβατικού προγράμματος, η επιβολή πλευρών αυτού του προγράμματος μέσω της αξιοποίησης όλων των μορφών πάλης και της δημιουργίας αντιθεσμών λαϊκής εξουσίας που θα συγκρούονται με την εξουσία του κεφαλαίου και θ’ αμφισβητούν την ηγεμονία της, θα τονώνει τις αγωνιστικές διαθέσεις δημιουργώντας τις προϋποθέσεις συνολικής ανατροπής του καπιταλισμού και κατάκτησης της εργατικής εξουσίας, η οποία θα εφαρμόσει το μεταβατικό πρόγραμμα στο σύνολό του.
Πρόκειται για το σχήμα ενός ρωμαλέου λαϊκού κινήματος το οποίο θα εξαναγκάζει συνεχώς τον καπιταλισμό σε υποχωρήσεις, μέχρι τη ριζική ανατροπή του και την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας. Στην ουσία γίνεται μηχανιστική μεταφορά στις συνθήκες του εδραιωμένου αστικού κράτους, και μάλιστα σε μη επαναστατική κατάσταση, της λεγόμενης «δυαδικής εξουσίας» που προέκυψε στη Ρωσία το διάστημα ανάμεσα σε δύο επαναστάσεις, του Φλεβάρη και του Οκτώβρη του 1917. Φυσικά από αυτήν τη μηχανιστική μεταφορά η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει επιλέξει συνειδητά να μην αντιγράψει και την ξεκάθαρη –και όχι μόνο στα λόγια– στάση του Λένιν και των μπολσεβίκων απέναντι σε όλους τους επίδοξους διαχειριστές της αστικής διακυβέρνησης.
Καταρχάς, η εφαρμογή πολλών από τα αιτήματα του μεταβατικού προγράμματος εντός του καπιταλισμού δε θα είναι αναγκαστικά προϊόν του λαϊκού κινήματος, αλλά των ίδιων των επιλογών της αστικής τάξης, π.χ., η κατάργηση του μνημονίου, πιθανές εθνικοποιήσεις τραπεζών σαν αυτές που μαζικά έγιναν κατά τη διάρκεια της πρόσφατης κρίσης, ακόμα και η αναζήτηση για αναπροσανατολισμό των διεθνών συμμαχιών του ελληνικού και όχι μόνο καπιταλισμού, όπως συγκροτημένα εκφράζεται στο λεγόμενο «ευρωσκεπτικιστικό» ρεύμα.
Φυσικά, πολλά αιτήματα μπορούν να «χωνευτούν» από τις καμπές της αστικής πολιτικής διαχείρισης. Ακριβώς όμως γι’ αυτόν το λόγο απαιτείται η ένταξή τους σε μια συνολική πολιτική γραμμή η οποία αναδεικνύει έμπρακτα τη σχέση τους με το ζήτημα της εξουσίας και δεν τα παρουσιάζει ως τμήματα ενός ενιαίου πολιτικού προγράμματος με «σχετική αυτοτέλεια» από την εργατική εξουσία.
Η πολιτικοποίηση της εργατικής συνείδησης, η προετοιμασία της για σύγκρουση με τον καπιταλισμό δεν μπορεί να γίνεται στη βάση αιτημάτων που –αποσπασμένα από τον ταξικό χαρακτήρα της εξουσίας– εντάσσονται στην αστική διαχείριση, π.χ., διαγραφή ή «κούρεμα» χρέους, κρατικοποίηση ή ιδιωτικοποίηση, προστατευτισμός ή ελεύθερο εμπόριο, παραμονή ή αποχώρηση από τη μία ή την άλλη ιμπεριαλιστική συμμαχία κλπ. Πρόκειται για διλήμματα που εξυπηρετούν την καπιταλιστική αναπαραγωγή και όχι την κοινωνική ευημερία. Αντικειμενικά, η στοίχιση ενός πολιτικού προγράμματος πίσω από τον έναν ή τον άλλο πόλο στα παραπάνω ζητήματα δεν προετοιμάζει δυνάμεις για τη σύγκρουση με τον καπιταλισμό, αλλά για μια άλλη μορφή διαχείρισης του καπιταλισμού.
Επίσης η παραπάνω αντίληψη, όπως και όλη η πρακτική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο κίνημα, αποκρύπτουν ότι τα όρια των κατακτήσεων στον καπιταλισμό δεν είναι απεριόριστα και δεν εξαρτώνται μόνο από παράγοντες του κινήματος, αλλά καταρχάς από τις αναγκαιότητες της ίδιας της συσσώρευσης του κεφαλαίου σε κάθε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Με λίγα λόγια, το εργατικό κίνημα δεν μπορεί να μετατρέψει τον καπιταλισμό σε ανθρώπινο, ούτε να τον εξαναγκάσει να παραβιάζει σταθερά τους νόμους κίνησής του. Τα παραπάνω φαίνονται πολύ καλύτερα στις μέρες μας όπου –σε σύγκριση με προηγούμενες δεκαετίες– ο καπιταλισμός αντικειμενικά δεν έχει πολλά περιθώρια υποχωρήσεων και γι’ αυτό ακόμα και η απόσπαση της πιο μικρής κατάκτησης προϋποθέτει γενικότερη σύγκρουση μαζί του. Αυτά τα όρια μπορούν να ξεπεραστούν βραχυπρόθεσμα μόνο όταν απειλείται άμεσα η εξουσία του κεφαλαίου, αλλά γι’ αυτό θα μιλήσουμε παρακάτω.
Ακόμα όμως και αν –προς χάριν της συζήτησης– υποθέσουμε ότι οι κατακτήσεις εντός του καπιταλισμού είναι συνεχόμενες και διευρυνόμενες, τότε αυτό δε μετατρέπεται σε «κρίκο» πυροδότησης των επαναστατικών διαθέσεων των μαζών. Η ανατροπή του καπιταλισμού δε θα έρθει απλώς ως επιστέγασμα συνεχόμενων κατακτήσεων, αλλά ως αποτέλεσμα ενός πλέγματος αντικειμενικών και υποκειμενικών συνθηκών.
Οι υποκειμενικές προϋποθέσεις αναφέρονται στην ετοιμότητα της εργατικής τάξης και των συμμάχων της με την καθοδήγηση του κόμματός της να τραβήξουν την κρίσιμη στιγμή μπροστά στην κατεύθυνση ανατροπής της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας κι εξουσίας. Οι αντικειμενικές συνθήκες, με τη σειρά τους, περιλαμβάνουν –πέραν της έτσι κι αλλιώς υπαρκτής υλικής ωριμότητας του σοσιαλισμού– την επαναστατική κατάσταση ως συμπύκνωση της κρίσης των «κορυφών» της αστικής τάξης, της μεγαλύτερης της συνηθισμένης και μη διαχειρίσιμης από το αστικό κράτος επιδείνωσης της ανέχειας και της αθλιότητας των καταπιεζόμενων τάξεων και της επακόλουθης ανόδου της δραστηριότητας των μαζών.
Με λίγα λόγια, «όταν αναφερόμαστε στην επαναστατική κατάσταση ως αντικειμενική προϋπόθεση της σοσιαλιστικής επανάστασης, εννοούμε ένα σύνολο αντικειμενικά διαμορφωμένων αλλαγών στην κοινωνία, που έχουν τη βάση τους στις οικονομικές σχέσεις, οι οποίες οδηγούν σε μια κατάσταση προσωρινής ισορροπίας ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη»6. Πρόκειται δηλαδή για μια σχετική ισορροπία δυνάμεων, η οποία δεν μπορεί να είναι μακροχρόνια, όπως υπαινίσσεται το παραπάνω σχήμα, ενώ η εμφάνισή της είναι αντικειμενική κι ανεξάρτητη από τη θέληση των κομμάτων και των κυβερνήσεων, παρόλο που η προηγούμενη δραστηριότητα του επαναστατικού κόμματος μπορεί να επιδράσει σε πλευρές της εκδήλωσής της.
Σε αυτές τις συνθήκες «διαμορφώνονται όργανα της εργατικής λαϊκής πάλης για να εξασφαλίσουν στοιχειώδεις συνθήκες της λαϊκής επιβίωσης, που δεν μπορεί πλέον να εξασφαλίσει η αστική εξουσία». Αυτά τα όργανα πρέπει –με την καθοδήγηση του επαναστατικού Κομμουνιστικού Κόμματος– να συγκροτηθούν σε ενιαίο επαναστατικό κέντρο που θα παλέψει για την ανατροπή της αστικής εξουσίας και δε θα περιορίζεται μόνο στην εξασφάλιση της εργατικής λαϊκής επιβίωσης.
Τέτοια όργανα ενάντια στο αστικό κράτος δεν μπορούν να δημιουργηθούν σε συνθήκες «ομαλές», αφού εξ ορισμού σε τέτοιες συνθήκες το αστικό κράτος, οι θεσμοί και οι μηχανισμοί του διατηρούν κατά βάση την πολιτική κυριαρχία τους στις λαϊκές μάζες, την ικανότητα να διαχειρίζονται με ακίνδυνο για το σύστημα τρόπο τις αντιδράσεις τους. Αυτό αποδείχτηκε και από την εμπειρία αυτών των οργάνων μετά από τις ήττες των επαναστάσεων την περίοδο 1917-1921 στην Ευρώπη (Γερμανία, Ουγγαρία, Σλοβακία, Ιταλία). Στο βαθμό που οι επαναστάσεις αυτές δεν κατάφεραν να νικήσουν και να λειτουργήσουν ως φύτρα της νέα εργατικής εξουσίας, τα όργανα αυτά πολύ γρήγορα είτε ενσωματώθηκαν είτε διαλύθηκαν.
Σε σχέση με τα παραπάνω, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το ζήτημα της στάσης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ απέναντι σε μια «κυβέρνηση της Αριστεράς» και στο ρόλο της. Πρόκειται για ζήτημα το οποίο έχει προκαλέσει ισχυρές αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και των συνιστωσών της.
Η ανησυχία γύρω από αυτό το ζήτημα εκφράστηκε και την περίοδο πριν το πρόσφατο 3ο Συνέδριο του ΝΑΡ. Χαρακτηριστική είναι η εξής διατύπωση από τις Θέσεις του πρόσφατου 3ου Συνεδρίου του ΝΑΡ: «Στην πορεία ανάπτυξης της ταξικής πάλης, με την ποιοτική ενίσχυση του μαζικού επαναστατικού αγώνα και των αντίστοιχων οργάνων εργατικής πολιτικής, με τη διαμόρφωση ενός πανίσχυρου αντικαπιταλιστικού εργατικού μετώπου και μιας αντίστοιχης επαναστατικής και σύγχρονα κομμουνιστικής Αριστεράς, μπορεί να προκύψουν ανακατατάξεις και σε κυβερνητικό επίπεδο. Είτε με κυβερνήσεις αστικού ή μικροαστικού χαρακτήρα, που θα προσπαθήσουν να ενσωματώσουν κάποια από τα αιτήματα και τη δυναμική του λαϊκού κινήματος, είτε με κυβερνήσεις αριστερού προσανατολισμού, που θα προσπαθούν να εκφράσουν –με μερικό και αντιφατικό τρόπο– τη λαϊκή πάλη. Ειδικά στη δεύτερη περίπτωση, θα αποτελούν, ενδεχόμενα, ένα υβριδικό προϊόν της πάλης ενός ισχυρού εργατικού και αντικαπιταλιστικού κινήματος (που δε θα είναι ισχυρό ώστε να επιβάλλει την επανάσταση) και μιας αδύναμης αστικής τάξης (που θα αναγκάζεται να υποχωρήσει πρόσκαιρα, για να ενσωματώσει αρχικά κι έπειτα να επιτεθεί στο εργατικό κίνημα και στις κατακτήσεις του)»7.
Στη δεύτερη εκδοχή της παραπάνω ανάλυσης συνυπάρχουν δύο απάτες ή, το λιγότερο, αυταπάτες. Η πρώτη είναι ότι πιθανές «κυβερνήσεις αριστερού προσανατολισμού» θα «προσπαθήσουν να εκφράσουν […] τη λαϊκή πάλη» αντί να την ενσωματώσουν και η δεύτερη ότι μπορεί να προκύψει μια πιο μακροχρόνια κατάσταση ισορροπίας δυνάμεων μεταξύ αστικής κι εργατικής τάξης και μάλιστα μέσω του θεσμού των εκλογών, μια πιο μακροχρόνια κατάσταση «δυαδικής εξουσίας». Επίσης είναι φανερό ότι με την παραπάνω λογική το ΝΑΡ αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο η «κυβέρνηση αριστερού προσανατολισμού» να λειτουργήσει ως «σκαλοπάτι» για το άνοιγμα του δρόμου προς την επανάσταση.
Και στα δύο παραπάνω ενδεχόμενα εμφανίζεται ως καθοριστική «η αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης (που) θ’ ανοίξει το δρόμο για την επανάσταση, για τη διεκδίκηση και κατάκτηση της εξουσίας και της κυβέρνησης από τις μαχόμενες δυνάμεις των εργαζομένων και του λαϊκού κινήματος, τη σύγκρουση και τελικά τη συντριβή του αστικού κράτους»8. Από την παραπάνω αλλά και από πολλές αντίστοιχες διατυπώσεις βγαίνει το συμπέρασμα ότι η «αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης» αναφέρεται σε μια αποφασιστικής σημασίας παρέμβαση του κινήματος με ή χωρίς «αριστερή κυβέρνηση» που επιβάλλει στην καπιταλιστική κυριαρχία τη θέλησή της χωρίς επαναστατική ανατροπή της δεύτερης. Πρόκειται για πλήρως ανεδαφικά σχήματα λόγου που αναιρούν την ουσία της επανάστασης ως σύγκρουσης με την αστική εξουσία, παρόλο που διακηρυκτικά αποδέχονται την αναγκαιότητά της.
Όσο κι αν το αποκηρύσσει φραστικά η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το ίδιο το μεταβατικό πρόγραμμα, η ίδια η σχετική αυτοτέλεια που του προσδίδουν σε σχέση με την εργατική εξουσία, «κλείνει το μάτι» στην οπορτουνιστική αντίληψη σύμφωνα με την οποία «το κράτος και οι θεσμοί του αντιμετωπίζονται ουδέτερα, διαταξικά ή με ευμετάβλητο ταξικό περιεχόμενο που καθορίζεται από το ποια κόμματα έχουν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Προβάλλεται η “διαδικασία για το σοσιαλισμό” ως μια μακροχρόνια πορεία “ρήξεων και συγκρούσεων” μ’ επικεφαλής μια “κοινοβουλευτική πλειοψηφία” και μια “κυβέρνηση της Αριστεράς” μέσα στο έδαφος του καπιταλισμού»9.
Η ίδια η ύπαρξη του μεταβατικού προγράμματος θέτει ζήτημα σταδίου μεταξύ αστικής κι εργατικής εξουσίας, θέτει ζήτημα κυβέρνησης εντός του καπιταλισμού, όσο κι αν αυτό το ενδεχόμενο ξορκίζεται μετά βδελυγμίας από κάποια επίσημα κείμενα. Πολλά στελέχη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ εστιάζουν σε αυτήν ακριβώς την αντιφατικότητα και διατυπώνουν ανοιχτά την αναγκαιότητα άρσης της μέσω της ανοιχτής διατύπωσης κυβερνητικού στόχου εντός του καπιταλισμού. Η παρέμβαση του Γ. Ρούση είναι από τις πιο χαρακτηριστικές: «Η άρνηση συμμετοχής σε μια μεταβατική κυβέρνηση και η αναμονή του Αγίου σοσιαλισμού ουσιαστικά ακυρώνει το περιεχόμενο της μεταβατικής πρότασης, και ως προς αυτό τουλάχιστον σημαίνει ταύτιση με το ΚΚΕ. Αν δεχτούμε μια τέτοια άποψη, προκύπτει το ερώτημα ποιος θα υλοποιήσει τα προτεινόμενα στο μεταβατικό πρόγραμμα που προτείνουμε στη θέση».
Φυσικά, οι παραπάνω τοποθετήσεις αντικειμενικά συνιστούν απόσπαση της πολιτικής από την οικονομία, αυταπάτη ότι τα μονοπώλια θα επιτρέψουν το σχηματισμό μιας κυβέρνησης βγαλμένης από το αστικό κοινοβούλιο που θ’ αμφισβητήσει την εξουσία τους. Η αστική εξουσία αποτελείται από θεσμούς, φανερούς και κρυφούς μηχανισμούς, που λειτουργούν ανεξάρτητα από το ποιο αστικό κόμμα βρίσκεται στην κυβέρνηση ή το πώς διαμορφώνεται η κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Ακόμα κι αν υπήρχε πιθανότητα να εκφραστούν κοινοβουλευτικά τέτοιες εργατικές-λαϊκές διαθέσεις, είναι σίγουρο ότι η αστική εξουσία δε θα ταλαντευόταν καθόλου στο να ακυρώσει με κάθε τρόπο αυτό το ενδεχόμενο.
Το μεταβατικό πρόγραμμα μετατρέπει λοιπόν όλες αυτές τις διακηρύξεις περί μη στήριξης κυβέρνησης εντός του καπιταλισμού σε κενό γράμμα, σε επαναστατική γαρνιτούρα μιας συμβιβαστικής με τον καπιταλισμό πολιτικής γραμμής. Το «ζουμί» που αφήνει αυτή η πολιτική γραμμή στις συνειδήσεις των εργαζομένων είναι ακριβώς αυτή η αναγκαιότητα αλλαγής διαχείρισης του καπιταλισμού.
Αυτό άλλωστε αποτυπώνεται και στην ίδια την προπαγάνδα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στην οποία σταθερά κυριαρχεί ως άμεσος πολιτικός στόχος η «ανατροπή της κυβέρνησης». Σε αντιστοιχία με το στόχο αυτό βρίσκονται οι κατά καιρούς κορόνες περί «τραπεζίτη πρωθυπουργού» για τον Παπαδήμο, περί «ακροδεξιού Σαμαρά», η προβολή των αντεργατικών, αντιλαϊκών μέτρων ως προϊόν «επιβολής» της τρόικα, οι αναφορές στις «εθελόδουλες μνημονιακές» κυβερνήσεις, οι κραυγές περί «κατοχής» κλπ. Αλήθεια, όμως, γιατί η ανατροπή μιας αστικής κυβέρνησης και η αντικατάστασή της από μια άλλη σε μη επαναστατικές συνθήκες αποτελεί ρήγμα και όχι ανάσα στην αστική πολιτική και σταθερότητα; Αλήθεια, από τη συνεχόμενη αλλαγή κυβερνήσεων και πρωθυπουργών τα τελευταία χρόνια απορρέει το συμπέρασμα ότι αδυνατίζει το σύστημα και υποβοηθιέται η ριζοσπαστικοποίηση των εργαζομένων ή αυτές οι αλλαγές κυβερνήσεων, κομμάτων, προσώπων αποτελούν ένα από τα πιο αποτελεσματικά όπλα που διαθέτει η αστική τάξη για τη διαχείριση της οργής των εργαζομένων απέναντι στις συνέπειες της πολιτικής της, για τη διοχέτευσή της σε ακίνδυνα για την αστική εξουσία «κανάλια»;
Καμία συγκέντρωση δυνάμεων για τη σύγκρουση με τον καπιταλισμό δεν προετοιμάζουν τα περί μεταβατικού προγράμματος. Αντίθετα, προετοιμάζουν εργαζομένους να κάνουν ό,τι κάνει και η εκτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ: Να πανηγυρίζουν για την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ κι εμμέσως για την προοπτική της ανάληψης της κυβερνητικής εξουσίας από αυτόν. Αντικειμενικά, η οριοθέτηση ως άμεσου πολιτικού στόχου της ανατροπής της κυβέρνησης δίνει αέρα στα πανιά του ΣΥΡΙΖΑ στην προοπτική ανάδειξής του σε κυβέρνηση, καθιστώντας όσες δυνάμεις το υιοθετούν δορυφόρο του ενός πόλου της αστικής διαχείρισης. Όσο η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα δεν είναι αποφασισμένοι να κάνουν το βήμα σύγκρουσης με την αστική εξουσία, όσο ευελπιστούν σε μια θετική αλλαγή μέσω του κοινοβουλίου και των αστικών θεσμών, τότε το σύνθημα της ανατροπής της κυβέρνησης δεν μπορεί παρά ν’ αποτελεί σύνθημα υποστήριξης της αστικής εναλλαγής.
Το δίλημμα δε αν η κυβέρνηση θα «πέσει» από τους αγώνες, «από τα κάτω» ή μέσα από το κοινοβούλιο, είναι ψεύτικο γιατί το ένα δεν αποκλείει το άλλο. Δηλαδή, εργατικές-λαϊκές κινητοποιήσεις μπορεί να επισπεύσουν μια αστική εναλλαγή που θ’ αποτυπωθεί κοινοβουλευτικά. Αυτό, άλλωστε, επιδιώκει και ο ΣΥΡΙΖΑ.
Αντίθετα, η συγκέντρωση δυνάμεων για την επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας μπορεί σήμερα να προχωρήσει με την ανάδειξη του γεγονότος ότι η λύση των λαϊκών προβλημάτων δεν μπορεί να έρθει μέσω της απλής αλλαγής των κομμάτων στην κυβέρνηση, αλλά μέσω της αλλαγής της τάξης στην εξουσία. Είναι άλλο να λες «αυτό που χρειάζεται τώρα είναι η ανατροπή της κυβέρνησης, η διαγραφή του χρέους, η έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ κλπ., κλπ.» και αν το φέρει η κουβέντα να πετάς και καμία ατάκα για τον κομμουνισμό και την κομμουνιστική απελευθέρωση, και άλλο να λες «δεν αρκεί η ανατροπή της κυβέρνησης, χρειάζεται ανατροπή της εξουσίας της αστικής τάξης, κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, με αποδέσμευση από την ΕΕ και οποιαδήποτε άλλη ιμπεριαλιστική συμμαχία».
Το μεταβατικό πρόγραμμα στην καλύτερη περίπτωση μετατοπίζει σε «δεύτερο χρόνο» την προπαγάνδιση της κομμουνιστικής κοινωνίας οδηγώντας νομοτελειακά –ως μεταβατικό– στην απόσπαση των στόχων βελτίωσης της θέσης της εργατικής τάξης από την πάλη για την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας10, στην οποία αναφερθήκαμε και προηγούμενα. Αυτή η απόσπαση με τη σειρά της θέτει –ακόμα και αν δε διατυπώνεται ρητά– ζήτημα κάποιου είδους «αριστερής μεταβατικής κυβέρνησης» η οποία θα υλοποιήσει το μεταβατικό πρόγραμμα το οποίο υπενθυμίζουμε ότι προβάλλεται ως «σχετικά αυτοτελές» από την εργατική εξουσία.
Αυτή η απόσπαση την οποία προσπαθεί να περάσει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο εργατικό κίνημα μέσω του μεταβατικού της προγράμματος καθίσταται ακόμα πιο επικίνδυνη αν σκεφτούμε ότι η αντιπαράθεση μεταξύ των διαφορετικών επιλογών διαχείρισης της αστικής τάξης επιδρά έτσι κι αλλιώς αποπροσανατολιστικά στη συνείδηση της εργατικής τάξης, «σπρώχνοντάς» την να παίρνει θέση υπέρ της μίας ή της άλλης επιλογής. Η πίεση αυτή γίνεται ακόμα πιο μεγάλη σε συνθήκες σαν τις σημερινές, όπου η εργατική τάξη βιώνει νέες σημαντικές απώλειες, ενώ ταυτόχρονα κυριαρχεί ο πολύ αρνητικός συσχετισμός δυνάμεων, δημιουργώντας επιπρόσθετα εμπόδια στη δυνατότητα διατήρησης απ’ οποιοδήποτε αγωνιστικό ξέσπασμα της ανεξαρτησίας από τη μία ή την άλλη εκδοχή της αστικής πολιτικής.
Δεν πρόκειται για καινούργια εξέλιξη. Η μελέτη της ιστορίας του εργατικού κινήματος έχει αναδείξει τον τρόπο αυτής της επίδρασης σε κάθε φάση εξέλιξης του καπιταλισμού. Επίσης έχει αναδείξει πώς εκφράζεται η ενδοαστική αντιπαράθεση τόσο στην εκλογική επιρροή και στο συσχετισμό μεταξύ των αστικών κομμάτων όσο και στην αντιπαράθεση των απόψεων στο εσωτερικό του κάθε αστικού κόμματος. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η παραπάνω αντιπαράθεση και η επίδρασή της τόσο στο εργατικό κίνημα όσο και στα αστικά κόμματα ήταν ανεξάρτητη από το ποια πλευρά των αστικών δίπολων ήταν κάθε φορά κυρίαρχη, από το ποιες ήταν κάθε φορά οι «στρατηγικές επιλογές» της αστικής τάξης.
Χαρακτηριστικές γι’ αυτήν την απόσπαση των στόχων από το ζήτημα της εξουσίας είναι και αρκετές αναλύσεις στελεχών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, οι οποίοι κατά καιρούς έχουν «πιαστεί στα πράσα» να υπερασπίζονται χωρίς κανένα πρόσχημα καθαρόαιμες αστικές κυβερνήσεις, ακριβώς γιατί υιοθέτησαν μέτρα σαν κι αυτά που περιλαμβάνονται στο μεταβατικό πρόγραμμα πιστώνοντάς τους στην ουσία την έξοδο από την οικονομική κρίση και την καπιταλιστική ανάπτυξη. Ενδεικτικά παραθέτουμε απόσπασμα από άρθρο του ΠΡΙΝ με το οποίο εκθειάζεται η κυβέρνηση Κίρχνερ για τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκε την κρίση στη χώρα: «…η Αργεντινή έσωσε προ δεκαετίας την κοινωνία της, διαγράφοντας το 75% του χρέους, πρωτίστως επειδή έπαψε να είναι το πειθήνιο θύμα του ΔΝΤ και των αγορών. Όποιες κι αν είναι στο εξής οι πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις, η παρακαταθήκη αυτή δεν αίρεται…»11.
Η απόσπαση αυτή των επιμέρους στόχων από το ζήτημα της εξουσίας αντανακλάται και στην κριτική που ασκούν οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο ΚΚΕ για «παραπομπή όλων των μεγάλων πολιτικών στόχων της περιόδου στο ακαθόριστο μέλλον της λαϊκής εξουσίας...»12.
Το κομμουνιστικό κίνημα έχει «πληρώσει» ακριβά την παραπομπή του ζητήματος της εξουσίας στη «Δευτέρα Παρουσία». Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά και στο Β΄ τόμο του Δοκιμίου Ιστορίας του ΚΚΕ: «Τα κομμουνιστικά κόμματα των καπιταλιστικών χωρών δεν έθεταν στα προγράμματά τους το σοσιαλισμό ως επίκαιρο, άρα ως στρατηγικό στόχο. Γενικά διακήρυσσαν την αναγκαιότητα του σοσιαλισμού. Όμως στη διαμόρφωση της πολιτικής τους έθεταν κυβερνητικούς στόχους, που εξ αντικειμένου δεν εξυπηρετούσαν μια στρατηγική συγκέντρωσης και οργάνωσης δυνάμεων, με στόχο τη γενική πλήρη σύγκρουση και ρήξη με την αστική εξουσία σε συνθήκες γενικευμένης οικονομικής και πολιτικής κρίσης στη χώρα τους. Ισχυρά κόμματα στη Δυτική Ευρώπη έφτασαν ως τη σοσιαλδημοκρατικοποίηση, με τη μορφή του “ευρωκομμουνισμού”»13.
Το ΚΚΕ παλεύει σήμερα, στους σημερινούς αγώνες, για την υπεράσπιση των εργατικών και λαϊκών αναγκών και ταυτόχρονα για τη συγκέντρωση και την προετοιμασία δυνάμεων για τη σοσιαλιστική επανάσταση. Σήμερα συγκρούεται με τις κοινοβουλευτικές αυταπάτες για τη λύση των λαϊκών προβλημάτων με μια απλή αλλαγή διαχειριστή της αστικής εξουσίας, σήμερα ζυμώνει την αναγκαιότητα κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής, σήμερα μελετά την πρώτη απόπειρα οικοδόμησης της νέας κοινωνίας κι ενσωματώνει τα συμπεράσματά της στην προγραμματική του αντίληψη.
ΤΟ «ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ» ΩΣ ΟΧΗΜΑ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΤΙΚΟΥ ΠΟΛΟΥ
Με βάση τα παραπάνω, γίνεται κατανοητό πώς μπορούν να συνδυάζονται η επαναστατική λογοκοπία με τη γραμμή δράσης που σπέρνει αυταπάτες, ευνουχίζει τον ταξικό ριζοσπαστισμό, λειτουργεί ως εφεδρεία αστικών δυνάμεων. Γίνεται κατανοητό γιατί αυτή η γραμμή πλεύσης όχι μόνο δεν τρομάζει το ΣΥΡΙΖΑ, αλλά προβάλλεται από αυτόν ως «δημιουργική κριτική», ενώ αξιοποιείται για τη ρυμούλκηση αγωνιστών στο κυβερνητικό του άρμα.
Η ίδια η ουσία και η λογική του μεταβατικού προγράμματος «ρίχνει γέφυρες» συνεργασίας με δυνάμεις καθαρά αστικού, σοσιαλδημοκρατικού χαρακτήρα. Χαρακτηριστικές είναι οι συγκλίσεις που αντικειμενικά δημιουργούνται στη βάση του μεταβατικού προγράμματος μεταξύ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και αντίστοιχων προγραμμάτων όπως αυτό του Σχεδίου Β΄ ή της εισήγησης14 της λεγόμενης Αριστερής Πλατφόρμας του Λαφαζάνη στην ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ, στις 8 Δεκέμβρη 2013, η οποία ζητάει πολιτική συνεργασία με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και με άλλες δυνάμεις της «εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς».
Οι επίσημες διεργασίες μεταξύ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλων οπορτουνιστικών ομάδων (Σχέδιο Β΄, ΕΕΚ, ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ, Όμιλος Γ. Κορδάτος, όμιλος για τη Μελέτη της Λογικής της Ιστορίας) ξεκίνησαν με προοπτική την κοινή εκλογική κάθοδο στις ευρωεκλογές, ενώ συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Η συζήτηση έγινε στη βάση του «ευρωσκεπτικιστικού» προγράμματος του Σχεδίου Β΄, το οποίο αποτελεί ένα εναλλακτικό σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα διαχείρισης με στόχο την επιστροφή στην καπιταλιστική ανάπτυξη, σε βάρος τελικά της εργατικής τάξης.15
Η διαδικασία αυτή, που περιελάμβανε συνεχείς συναντήσεις, συσκέψεις και διαβουλεύσεις, πήρε το χαρακτήρα και δημόσιας αντιπαράθεσης μ’ εκατέρωθεν χαρακτηρισμούς. Η άκαρπη (προς το παρόν) διαδικασία φαίνεται να οφείλεται όχι τόσο σε διαφορές θέσεων όσο στο ζήτημα διαμόρφωσης του συσχετισμού μέσα στο πλαίσιο αυτής της συμμαχίας. Αυτό αναδεικνύεται τόσο από την ταύτιση σε μεγάλο μέρος των θέσεων αυτών των φορέων όσο και από αντίστοιχες παραδοχές διάφορων στελεχών και συνιστωσών.
Προμετωπίδα της διαπάλης που αναπτύχθηκε αποτέλεσε η διαφωνία για την έξοδο από το ευρώ και την Ευρωζώνη. Η πλειοψηφία των δυνάμεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (ΝΑΡ, ΣΕΚ, Αριστερή Συσπείρωση, ΟΚΔΕ, ΕΚΚΕ) πρόβαλλε ως αναγκαία βάση για τη συμπόρευση το λεγόμενο μεταβατικό πολιτικό πρόγραμμα. Δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (ΑΡΑΣ, ΑΡΑΝ, ανένταχτοι) και το Σχέδιο Β΄ του Αλαβάνου επέμεναν στη θέση να μην τεθεί ως προαπαιτούμενο της συμφωνίας η έξοδος από την ΕΕ.
Μετά από αυτές τις ζυμώσεις, η ΠΣΟ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και η Πανελλαδική Συνέλευση του Σχεδίου Β΄ ψήφισαν ξεχωριστά σχέδια κοινής πολιτικής δήλωσης που διαφοροποιούνταν ως προς την ιεράρχηση των στόχων της εξόδου από το ευρώ και την ΕΕ.16
Η μη επίτευξη συμφωνίας πυροδότησε νέο γύρο ανακοινώσεων,
δηλώσεων, αλληλοκατηγοριών, τόσο ανάμεσα σε ΑΝΤΑΡΣΥΑ και Σχέδιο Β΄ όσο και στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Στους κόλπους της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η μία προσέγγιση (αφορά βασικά τις δυνάμεις που επέμεναν να προταχτεί ο στόχος της εξόδου από την ΕΕ) προσπαθεί να προσδώσει στις διαβουλεύσεις αυτές ένα θετικό χαρακτήρα, για σημαντικά βήματα, γι’ ανοιχτούς διαύλους, για διαδικασία που δεν κρίνεται σε μία πράξη και για «…μια πρώτη μεγάλη δυνατότητα που αργά ή γρήγορα θα ολοκληρωθεί»17.
Η διαφορετική προσέγγιση από αυτήν που επικράτησε θεωρεί πως υπάρχει επαρκής σύγκλιση θέσεων, που επιτρέπει τη μετωπική συμπόρευση. Σε κείμενο που υπογράφουν μια σειρά συσπειρωμένων στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ αναφέρεται: «Τα δύο κείμενα, απόρροια κοινής συλλογικής επεξεργασίας, που ψηφίστηκαν αντιστοίχως από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και από το ΣΧΕΔΙΟ Β΄ εκφράζουν σημαντική σύγκλιση θέσεων και, συνεπώς, καθιστούν δυνατή αυτήν την, από κάθε άποψη, αναγκαία συμπόρευση…»18. Ακόμη, σε ανακοίνωση της ΑΡΑΣ με χαρακτηριστικό τίτλο «βρείτε τις διαφορές και κερδίστε… μια μετωπική συμπόρευση» τονίζεται ο επουσιώδης χαρακτήρας των διαφορών και γίνεται κάλεσμα για πίεση «από τα κάτω» ώστε να προχωρήσει το εγχείρημα: «Αν οι οργανώσεις που συμμετέχουν στη διαδικασία αδυνατούν να βάλουν τον εαυτό τους στο ύψος των περιστάσεων πρέπει όλοι οι αγωνιστές που αντιλαμβάνονται τη σημασία αυτού του εγχειρήματος από κοινού να πιέσουν ανοιχτά και δημόσια για την άμεση συγκρότηση της Μετωπικής Συμπόρευσης με κοινές εκδηλώσεις»19.
Ο χαρακτήρας του μεταβατικού προγράμματος και οι εγγενείς αντιφάσεις που αντικειμενικά εμπεριέχει, αποτελούν και τη βάση πάνω στην οποία αναπτύσσονται διεργασίες και απόψεις που θεωρούν πως το μεταβατικό πρέπει να γίνει πιο μίνιμουμ, ώστε να πετυχαίνονται οι μέγιστες δυνατές συμμαχίες. Τέτοιες πλευρές αναδείχτηκαν τόσο στο πλαίσιο του προσυνεδριακού διαλόγου του 3ου Συνεδρίου του ΝΑΡ20 όσο και στις ανακοινώσεις του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ μετά από την αποτυχία συμφωνίας με το Σχέδιο Β΄.
Ανεξάρτητα από την εξέλιξη των ζυμώσεων σε αυτήν τη φάση, αναδεικνύεται ο χαρακτήρας του μεταβατικού προγράμματος όχι ως «γέφυρα του σήμερα με το αύριο του κινήματος», αλλά ως γέφυρα για τη μορφοποίηση του οπορτουνιστικού πόλου. Ο στόχος αυτός διατυπώνεται ανοιχτά από το ΝΑΡ: «Διεκδικήσεις-κόμβοι που επιλέγουμε και ιεραρχούμε από αυτό το πρόγραμμα […] αποτελούν το περιεχόμενο της παρέμβασής μας για την διαμόρφωση –για παράδειγμα– των στόχων του αγωνιστικού μετώπου ρήξης ανατροπής ή του πολιτικού πλαισίου για τη μετωπική συμπόρευση…»21.
Οι παραπάνω διεργασίες εντάσσονται στην αναμόρφωση του οπορτουνιστικού χώρου του αστικού πολιτικού συστήματος στο έδαφος του μεγάλου κενού που αφήνει η σταδιακή μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε καθαρόαιμο κόμμα αστικής διαχείρισης.
Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ «ΝΕΟΥ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ» ΑΠΟ ΤΟ ΝΑΡ
Οι διεργασίες για τη λεγόμενη μετωπική πολιτική συμπόρευση έθεσαν εκ νέου το ζήτημα του χαρακτήρα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που είχε απασχολήσει εκτενώς και τη 2η Πανελλαδική της Συνδιάσκεψη.
Επιπλέον τροφή στη συζήτηση αυτή έδωσε η διεξαγωγή του 3ου Συνεδρίου του ΝΑΡ (29 Νοέμβρη - 1 Δεκέμβρη 2013). Σε αυτό αναφέρεται ότι «υποκείμενο της αντικαπιταλιστικής ανατροπής και της προσέγγισης της επανάστασης» είναι το «Αντικαπιταλιστικό Εργατικό Μέτωπο» για την προώθηση του οποίου απαιτείται:
• «Η συσπείρωση των επαναστατικών κομμουνιστικών δυνάμεων και η συγκρότηση σύγχρονου κόμματος κομμουνιστικής απελευθέρωσης.
• Η συγκρότηση του πόλου της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής Αριστεράς, η ενίσχυση και αναβάθμιση του ελπιδοφόρου βήματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το άνοιγμα δρόμων πολιτικής συνεργασίας και μετωπικής συμπόρευσης των ευρύτερων αντικαπιταλιστικών, αντιΕΕ και αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
• Η συγκρότηση του εργατικού και λαϊκού αγωνιστικού μετώπου ρήξης-ανατροπής, με θεμέλιο ένα πολιτικά ανατρεπτικό και ταξικά ανασυγκροτημένο εργατικό κίνημα και η ενίσχυση της αντικαπιταλιστικής πτέρυγας του μαζικού κινήματος».
Το ΝΑΡ προσεγγίζει το επαναστατικό υποκείμενο μέσω της αλληλεπίδρασης κόμματος - μετώπου - αντικαπιταλιστικής πτέρυγας του εργατικού κινήματος: «Το πολιτικό επαναστατικό υποκείμενο σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο αποτελείται από την ενότητα και την αλληλεπίδραση του κόμματος (της ειδικής στρατηγικής πρωτοπορίας), του πολιτικού μετώπου (της γενικής και πολιτικά αποφασιστικής πρωτοπορίας) και των αντικαπιταλιστικών τάσεων των αγωνιζόμενων εργατικών-λαϊκών μαζών»22.
Η παραπάνω «αναζήτηση», όπως και οι άλλες στις οποίες θ’ αναφερθούμε στη συνέχεια, δεν είναι καθόλου καινούργιες. Η διαρκής αναζήτηση άλλωστε για «νέα» φαινόμενα και «νέες» απαντήσεις αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό του οπορτουνισμού σε διεθνές επίπεδο: Νέο επαναστατικό υποκείμενο, νέο στάδιο του καπιταλισμού, νέο ταξικό εργατικό κίνημα, νέο κόμμα κομμουνιστικής απελευθέρωσης κλπ. Αυτές οι διαρκείς και ατέλειωτες αναζητήσεις του οπορτουνισμού γίνονται στο έδαφος της πολιτικής προσπάθειας θεωρητικής τεκμηρίωσης της αναγκαιότητας ριζικής τομής στο κομμουνιστικό κίνημα, στο πλαίσιο της λεγόμενης «κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης».
Φυσικά η κριτική μας δεν έγκειται στο ότι δεν υπάρχουν νέα φαινόμενα στην ανάπτυξη του καπιταλισμού που χρειάζονται βαθιά μελέτη. Ίσα-ίσα, θεωρούμε ότι η αδυναμία ερμηνείας και γενίκευσης των νέων φαινομένων του καπιταλισμού με τα μεθοδολογικά εργαλεία του μαρξισμού-λενινισμού από το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα άφησε άπλετο χώρο στην ερμηνεία τους με αστικά και μικροαστικά κριτήρια. Ακριβώς τέτοιου είδους ερμηνεία αποτελούν αυτές οι διαρκείς αναζητήσεις του ΝΑΡ και των υπόλοιπων οπορτουνιστικών σχημάτων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε όλα τα επίπεδα, στην οικονομία, στο εποικοδόμημα, στο κόμμα, στην επαναστατική πολιτική, στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό κλπ.
Όπως και οι αντίστοιχες διεθνείς «αναζητήσεις» του «νέου επαναστατικού υποκειμένου», έτσι και αυτή του ΝΑΡ αρνείται ουσιαστικά το ρόλο του ΚΚ, υποβαθμίζοντας κι εξισώνοντάς τον με το ρόλο άλλων κομμάτων, αλλά και συνδικαλιστικών εργατικών οργανώσεων. Με βάση την παραπάνω οριοθέτηση του «πολιτικού επαναστατικού υποκειμένου», το ΚΚ δεν αποτελεί την ιδεολογική και πολιτική πρωτοπορία της εργατικής τάξης, αλλά απλώς την «ειδική στρατηγική πρωτοπορία», ένα είδος διαφώτισης των υπόλοιπων τμημάτων του επαναστατικού υποκειμένου.
Το ΚΚ αποτελεί οργάνωση που αποτελείται από τα πιο πρωτοπόρα, τα πιο συνειδητά στοιχεία της εργατικής τάξης και είναι φορέας της συνένωσης της επαναστατικής θεωρίας με το εργατικό κίνημα. Αυτό που διαφοροποιεί το Κομμουνιστικό Κόμμα από τις άλλες οργανώσεις της εργατικής τάξης είναι η συνειδητά σχεδιασμένη πάλη για την απαλλαγή από την εκμετάλλευση, η υπεράσπιση και προβολή των γενικών συμφερόντων της εργατικής τάξης ως τάξης έναντι των ιδιαίτερων συμφερόντων των επιμέρους τμημάτων της. Η πολιτική ενότητα της εργατικής τάξης, η ενότητα στη βάση της ιστορικής της αποστολής, μπορεί να εκφραστεί μόνο με τη συσπείρωση της εργατικής τάξης γύρω από το Κόμμα της.
Αυτό το καθήκον δεν μπορεί να το επιτελέσει κανένα μέτωπο και κανένα τμήμα του συνδικαλιστικού εργατικού κινήματος, ακριβώς γιατί η επαναστατική, ταξική συνείδηση δεν αναπτύσσεται ούτε ενιαία, ούτε αυθόρμητα στην εργατική τάξη. Αυθόρμητα η εργατική τάξη δε φτάνει στον αντικαπιταλιστικό, αλλά στην καλύτερη περίπτωση στον οικονομικό αγώνα.
Η επαναστατική συνείδηση «εισάγεται» μέσα στο εργατικό κίνημα από το πρωτοπόρο τμήμα της τάξης, από το ΚΚ, το οποίο προσπαθεί να συγκεντρώνει το πρωτοπόρο τμήμα της εργατικής τάξης στις γραμμές του και γύρω του, να το προετοιμάζει πολύπλευρα για την αναγκαιότητα ανατροπής του καπιταλισμού και οικοδόμησης της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής κοινωνίας.
Για να το κάνει αυτό βέβαια, πρέπει να κατακτά μια σειρά χαρακτηριστικά: Να σφυρηλατεί δεσμούς με ευρύτερες εργατικές-λαϊκές δυνάμεις, να μην υποκύπτει σε πιέσεις μικροαστικού χαρακτήρα, αλλά και να μην αποσπάται από τις εργατικές-λαϊκές μάζες. Να έχει γνώση των αντικειμενικών παραγόντων και της περιπλοκότητας διαμόρφωσης της εργατικής συνείδησης στην κάθε περίπτωση. Να έχει συνείδηση των νομοτελειών της σοσιαλιστικής επανάστασης, των διαφορετικών καθηκόντων που απορρέουν γι’ αυτό σε μη επαναστατικές συνθήκες και σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης. Κόμμα το οποίο σε μη επαναστατικές συνθήκες θα ετοιμάζεται ιδεολογικά, πολιτικά, οργανωτικά για να μη χάσει την «πυξίδα» του την κρίσιμη στιγμή, τη στιγμή της εμφάνισης της επαναστατικής κατάστασης.
Το «σύγχρονο κόμμα κομμουνιστικής απελευθέρωσης» που ευαγγελίζεται το ΝΑΡ δεν έχει καμία σχέση με τα παραπάνω χαρακτηριστικά, δεν έχει καμία σχέση με το κόμμα νέου τύπου. Θ’ αποτελεί καρικατούρα κομμουνιστικού κόμματος, ένα συνονθύλευμα οπορτουνιστικών αντιλήψεων με κομμουνιστική αναφορά, χωρίς επαναστατικό πρόγραμμα, χωρίς ιδεολογική-πολιτική ενότητα, χωρίς επαναστατικές αρχές λειτουργίας.
Καθόλου τυχαία δεν είναι επίσης η πλήρης απουσία αναφοράς στην αναγκαιότητα αδιάλλακτης και συνεπούς πάλης απέναντι στον οπορτουνισμό ως απαραίτητη προϋπόθεση για τον επαναστατικό χαρακτήρα του κομμουνιστικού κόμματος. Το ακριβώς αντίθετο, ο οπορτουνισμός –ο οποίος έτσι κι αλλιώς θα κυριαρχεί στο «σύγχρονο κόμμα κομμουνιστικής απελευθέρωσης»– προβάλλεται όχι ως θανάσιμος αντίπαλος, αλλά ως εν δυνάμει σύμμαχος, ως όχημα «πολιτικής συνεργασίας και μετωπικής συμπόρευσης».
Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει η αντιπαράθεση στις γραμμές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ γύρω από αυτά τα ζητήματα. Στην προγραμματική διακήρυξη του ΝΑΡ υπογραμμίζεται ότι η πρωτοβουλία για τη συγκρότηση του λεγόμενου κόμματος της κομμουνιστικής απελευθέρωσης δεν υποκαθιστά την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά αντίθετα στοχεύει στην ισχυροποίηση και διεύρυνσή της. Στο ζήτημα πώς θα προκύψει το νέο αυτό κόμμα, διευκρινίζεται πως δεν μπορεί να είναι απλά μετεξέλιξη του ΝΑΡ, αφού: «Έχουμε βαθιά εκτίμηση ότι το ΝΑΡ, όπως είναι σήμερα και με τις αντιφάσεις που συχνά το καθηλώνουν, δεν μπορεί να εκφράσει αυτήν την αναγκαιότητα»23. Επίσης, διευκρινίζεται πως δεν μπορεί να προκύψει ως μετεξέλιξη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που πήραν μέρος στον προσυνεδριακό διάλογο του ΝΑΡ εξέφρασαν αντιτιθέμενες απόψεις. Ορισμένες θεωρούν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως το πρόπλασμα δημιουργίας του κομμουνιστικού φορέα, ενώ κάποιες άλλες βλέπουν μ’ επιφυλακτικότητα ένα τέτοιο εγχείρημα, τεκμηριώνοντας ότι δεν είναι ώριμο, άποψη που φαίνεται πως έχει αφετηρία φόβους για ηγεμόνευση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ από το ΝΑΡ.
Να θυμίσουμε πως ο φορέας αυτός προέκυψε από δυνάμεις που αποχώρησαν από το ΚΚΕ, έχοντας αποτελέσει τους βασικούς φορείς ενός από τα δύο «αντίπαλα» και αλληλοτροφοδοτούμενα αντικομματικά κέντρα που δρούσαν μέσα στο ΚΚΕ. Στην ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος και στην κρίση του κομμουνιστικού κινήματος είδαν την επιβεβαίωση των αντιλήψεών τους για ιστορικό ξεπέρασμα και χρεοκοπία των κομμάτων νέου τύπου. Έκτοτε το ΝΑΡ ακολούθησε βήμα το βήμα μια σταθερή πορεία απομάκρυνσης από το μαρξισμό, επιδιώκοντας να πραγματοποιήσει μια «τομή» με το κομμουνιστικό κίνημα. Αυτό που επιχειρεί να κάνει σε συνθήκες κρίσης είναι η διατήρηση κι ενίσχυση των παραπάνω οπορτουνιστικών χαρακτηριστικών σε συνδυασμό με την επαναφορά στοιχείων της κομμουνιστικής ορολογίας.
Χαρακτηριστική της τελευταίας προσπάθειας είναι η επαναφορά στο 3ο Συνέδριο του επιθέτου «κομμουνιστικό» στον τίτλο του, μέσω της αλλαγής της ονομασίας του από ΝΑΡ σε «ΝΑΡ για την κομμουνιστική απελευθέρωση». Και αυτή η εξέλιξη επιβεβαιώνει την εξής εκτίμηση του ΚΚΕ: «Χαρακτηριστικό του οπορτουνισμού είναι οι “οβιδιακές μεταμορφώσεις” ανάλογα με τις κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις και την πορεία της ταξικής πάλης. Έτσι, στα πρώτα χρόνια της αντεπανάστασης διάφορες οπορτουνιστικές δυνάμεις διακήρυτταν την υπέρβαση του “κομμουνιστικού κινήματος” […] Σε συνθήκες καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, ορισμένες οπορτουνιστικές δυνάμεις που έχουν ξεκόψει από το Κομμουνιστικό Κόμμα, αφού ήρθαν σε ρήξη μαζί του σε προηγούμενη περίοδο, ξανα-ανακαλύπτουν την “κομμουνιστική τους ταυτότητα”, τον Λένιν, τους μπολσεβίκους, διακηρύσσουν το στόχο ανατροπής του καπιταλισμού για το σοσιαλισμό κλπ.»24.
Ο ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ
Ένα άλλο πεδίο αναζητήσεων του ΝΑΡ είναι αυτό του χαρακτήρα της εποχής μας. Το ΝΑΡ έχει προχωρήσει στην εκτίμηση ότι η εποχή μας δεν είναι εποχή του ιμπεριαλισμού, του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Ισχυρίζεται ότι αυτό το στάδιο του καπιταλισμού έχει ξεπεραστεί, ενώ τώρα βρισκόμαστε στο στάδιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού.
Όπως και άλλες αναζητήσεις του ΝΑΡ, έτσι κι αυτή στηρίζεται στα θεμέλια αντίστοιχων επεξεργασιών του διεθνούς οπορτουνισμού. Πιο συγκεκριμένα, οι ρίζες της θεωρίας του ολοκληρωτικού καπιταλισμού ως νέου σταδίου του καπιταλισμού εντοπίζονται στη δεκαετία του 1970 και στο ιδεολογικοπολιτικό ρεύμα της Νέας Αριστεράς, το οποίο αποτελούσε ένα συνονθύλευμα οπορτουνιστικών ρευμάτων, που αναπτύχθηκε κυρίως από διανοουμένους των πιο ανεπτυγμένων καπιταλιστικών κρατών. Οι αναλύσεις του ρεύματος αυτού, με το οποίο το ΝΑΡ ως Νέο Αριστερό Ρεύμα επιχείρησε να συνδεθεί και μέσω της ονομασίας του, ήρθε σε ανοιχτή σύγκρουση με το μαρξισμό-λενινισμό. Και όταν λέμε μαρξισμό-λενινισμό δεν εννοούμε μόνο τις αναλύσεις των ΚΚ, οι οποίες έτσι κι αλλιώς ήταν πολύ προβληματικές, αλλά τα ίδια τα θεμελιώδη ζητήματα των αναλύσεων των Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν σε όλα τα ζητήματα: Χαρακτήρας εποχής, ταξική διάρθρωση, χαρακτηριστικά επαναστατικού κόμματος κλπ.
Ας επικεντρώσουμε όμως την προσοχή μας στο ζήτημα του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Με αυτόν τον όρο οι παραπάνω δυνάμεις κωδικοποίησαν τις αλλαγές «σε επίπεδο οικονομίας και κοινωνίας» που συντελέστηκαν μετά από την κρίση στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Στην ουσία η κριτική τους σε αυτήν την περίοδο είχε έντονο «αντινεοφιλελεύθερο» χαρακτήρα, αφού στρεφόταν ενάντια στην αστική διαχείριση που σταδιακά αντικατέστησε την κεϊνσιανή, ιδιαίτερα στην Ευρώπη από τη δεκαετία του 1980. Αυτή η αντινεοφιλελεύθερη επίθεση συνοδευόταν από την καλυμμένη υπεράσπιση της προηγούμενης μορφής διαχείρισης που κυριάρχησε από το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1970.
Στο πλαίσιο του συγκεκριμένου άρθρου δεν μπορεί να γίνει εξαντλητική παρουσίαση ούτε των θέσεων του ΝΑΡ στο ζήτημα, ούτε της κριτικής του ΚΚΕ σε αυτές τις θέσεις. Γι’ αυτό θα περιοριστούμε στη μεθοδολογική κριτική του «ολοκληρωτικού καπιταλισμού». Με λίγα λόγια, δε θα εστιάσουμε στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που προσδίδει σε αυτό το ΝΑΡ, αλλά στο ερώτημα σε ποιο βαθμό αυτά τα υπαρκτά ή ανύπαρκτα νέα χαρακτηριστικά μπορούν να στοιχειοθετήσουν την εμφάνιση νέου σταδίου του καπιταλισμού.
Ας παρουσιάσουμε τα βασικά χαρακτηριστικά του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, όπως το ίδιο το ΝΑΡ τα ξεχωρίζει στην προγραμματική διακήρυξη που ψήφισε το 3ο Συνέδριό του.25
«Πηγή της κρίσης και των κοινωνικών δεινών είναι ο σύγχρονος ολοκληρωτικός καπιταλισμός! Η νέα αυτή βαθμίδα στην ιστορική πορεία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής εμπεριέχει στοιχεία όλων των προηγούμενων σταδίων του. Κυρίως όμως αναμορφώνει ριζικά τον καπιταλισμό, με σημαίες τον ποιοτικά βαθύτερο χαρακτήρα της εκμετάλλευσης, την ακόρεστη δίψα για κέρδος και την πρωτοφανή αντίδραση και ανελευθερία. […] “Καρδιά” του ολοκληρωτικού καπιταλισμού είναι η ποιοτικά ανώτερη εκμετάλλευση των εργαζομένων, με αρκετούς παλιούς και πολλούς νέους τρόπους, οι οποίοι συνδυάζουν οργανικά την απόσπαση σχετικής και απόλυτης υπεραξίας, σπρώχνουν εκατομμύρια ανθρώπους κάτω από το φυσικό όριο επιβίωσης, σε καθεστώς εξαθλίωσης και απογειώνουν την ανεργία, την ανασφάλεια και την εργασία-λάστιχο. Ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός υποδουλώνει με πρωτόγνωρο τρόπο όλο το είναι των εργαζομένων […] μετατρέπει σε ιδιωτική ιδιοκτησία ό,τι μπορεί ν’ αξιοποιηθεί για παραγωγή κέρδους […] καθολικοποιεί την αγορά, απελευθερώνει τις αγορές εργατικής δύναμης και υπηρεσιών· εμπορευματοποιεί πλήρως τους φυσικούς πόρους, τους ατμοσφαιρικούς ρύπους, τα απορρίμματα, την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, δομές και σχέσεις της οικογένειας ή της κοινότητας, την επικοινωνία, την ασφάλεια (μισθοφορικοί στρατοί, υπηρεσίες security), τα προσωπικά δεδομένα. Ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός απειλεί τους όρους ύπαρξης της ανθρωπότητας. Λεηλατεί τη φύση όσο δεν το έκανε ποτέ άλλοτε ο άνθρωπος στη Γη […] καταφεύγει συχνά στον πόλεμο…»26.
Ποιο είναι, αλήθεια, το κριτήριο της περιοδολόγησης του καπιταλισμού με βάση το οποίο τα παραπάνω χαρακτηριστικά αποτελούν για το ΝΑΡ νέο στάδιο του καπιταλισμού; Τη συγκεκριμένη απάντηση στο παραπάνω ερώτημα θα την βρούμε σε μια παλιότερη αναλυτική παρουσίαση των θέσεων του ΝΑΡ για τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό. Εκεί αναφέρεται: «Πέρα από τους επαναστατικούς μετασχηματισμούς που ανατρέπουν τον υπάρχοντα τρόπο παραγωγής και οδηγούν σ’ έναν άλλο, μπορούμε να διακρίνουμε και μετασχηματισμούς που μεταλλάσσουν σημαντικές πλευρές του υπάρχοντος συστήματος και των κοινωνικών του σχέσεων, συμβάλλοντας στην αναπαραγωγή του με νέους όρους και μορφές. Οι μετασχηματισμοί αυτοί δεν ανατρέπουν ριζικά τις θεμελιακές δομές και σχέσεις του συστήματος, ωστόσο τις αναπτύσσουν και, από μια άποψη, τροποποιούν ποιοτικά τις μορφές και τον τρόπο λειτουργίας τους. Πρόκειται δηλαδή για τομές μέσα στη συνέχεια οι οποίες ορίζουν διακριτές ιστορικές περιόδους-στάδια του κεφαλαιοκρατικού συστήματος»27.
Αλήθεια, όμως, μπορεί κάθε «αναπαραγωγή του συστήματος με νέους όρους και μορφές» ν’ αποτελέσει βάση εμφάνισης κάποιου νέου σταδίου του καπιταλισμού; Αν ίσχυε αυτή η διαπίστωση, τότε κάθε λίγες δεκαετίες θα έπρεπε ν’ ανακαλύπτουμε κι ένα νέο στάδιο του καπιταλισμού, αφού, όπως σημείωναν οι Μαρξ και Ένγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο ήδη από το 1848: «Η αστική τάξη δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς να επαναστατικοποιεί αδιάκοπα τα εργαλεία παραγωγής, δηλαδή τις σχέσεις παραγωγής, δηλαδή όλες τις κοινωνικές σχέσεις. Αντίθετα, η αμετάβλητη διατήρηση του παλιού τρόπου παραγωγής αποτελούσε τον πρώτο όρο ύπαρξης όλων των προηγούμενων βιομηχανικών τάξεων. Η συνεχής ανατροπή της παραγωγής, ο αδιάκοπος κλονισμός όλων των κοινωνικών καταστάσεων, η αιώνια αβεβαιότητα και κίνηση διακρίνουν την αστική εποχή απ’ όλες τις προηγούμενες. Διαλύονται όλες οι στέρεες, σκουριασμένες σχέσεις με την ακολουθία τους από παλιές σεβάσμιες παραστάσεις και αντιλήψεις, κι όλες οι καινούργιες που διαμορφώνονται παλιώνουν πριν προλάβουν να αποστεωθούν. Καθετί το κλειστό και στάσιμο εξατμίζεται, καθετί το ιερό βεβηλώνεται και στο τέλος οι άνθρωποι αναγκάζονται ν’ αντικρίσουν με νηφάλιο μάτι τη θέση τους στη ζωή και τις αμοιβαίες σχέσεις τους»28.
Η κριτική μας λοιπόν στην οπορτουνιστική θεωρία του ολοκληρωτικού καπιταλισμού δεν έγκειται στο αν εμφανίζονται νέα στοιχεία σε όλο το εύρος του καπιταλιστικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, αλλά στο ποια από αυτά τα νέα στοιχεία μπορούν να στοιχειοθετήσουν την εμφάνιση νέου σταδίου του καπιταλισμού.
Στην ιστορία του καπιταλισμού άλλαξαν πολλές φορές οι όροι με τους οποίους γινόταν «η αναπαραγωγή του συστήματος». Ο Μαρξ, για παράδειγμα, αναλύει στο Κεφάλαιο τα διαφορετικά χαρακτηριστικά που κυριαρχούσαν στον καπιταλισμό την περίοδο της απλής κεφαλαιοκρατικής συνεργασίας, της μανιφακτούρας και της μεγάλης βιομηχανίας.
Κριτήριο λοιπόν για την εμφάνιση νέου σταδίου του καπιταλισμού δεν μπορεί να είναι τέτοιες αλλαγές στους «όρους και τις μορφές της αναπαραγωγής του συστήματος», αλλά οι θεμελιώδεις εκείνες προσαρμογές του κεφαλαίου στην κίνησή του, οι οποίες αναδεικνύουν τη γενικευμένη ωρίμανση των υλικών προϋποθέσεων για το πέρασμα στην ανώτερη κοινωνία, στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό. Πρόκειται για προσαρμογές οι οποίες προκύπτουν από τους ίδιους τους εσωτερικούς νόμους κίνησης του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, από την τάση συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, οι οποίες οδηγούν στην κυριαρχία της μεγάλης μετοχικής εταιρίας, του μονοπωλίου, στην οικονομική ζωή των καπιταλιστικών κρατών. Η κυριαρχία του μονοπωλίου αναδεικνύει και το γεγονός ότι ο καπιταλισμός έχει χάσει τη «νεανική» του ορμή. Γι’ αυτό το λόγο ο Λένιν τόνιζε τον παρασιτικό χαρακτήρα του ιμπεριαλισμού, το φρενάρισμα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, όχι σε απόλυτους αλλά σε σχετικούς όρους, δηλαδή με βάση τις δυνατότητες που προσφέρει το σημερινό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.
Ας δούμε όμως πιο συγκεκριμένα πώς εστίασαν σε αυτά τα σημεία-καμπές οι Μαρξ και Λένιν. Καταρχάς ο Μαρξ, ο οποίος έζησε την πρώτη περίοδο ανάπτυξης των σύγχρονων μετοχικών εταιριών (ο Ένγκελς χαρακτήριζε αυτήν την περίοδο ως τον πρώτο βαθμό της μετοχικής εταιρίας), καθόρισε ακριβώς αυτήν την εμφάνιση της μετοχικής εταιρίας ως το σημείο εκείνο προσαρμογής του καπιταλισμού στο νέο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Γράφει χαρακτηριστικά για τη μετοχική εταιρία: «Είναι η κατάργηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής μέσα στο πλαίσιο του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, και γι’ αυτό είναι μια αυτοαναιρούμενη αντίφαση, που πριν απ’ όλα παρουσιάζεται σαν απλό μεταβατικό σημείο προς μια νέα μορφή παραγωγής»29.
Ο Μαρξ αναδεικνύει τα νέα στοιχεία που φέρνει μαζί της η αντικατάσταση του ατομικού ιδιοκτήτη από ομάδα ατομικών ιδιοκτητών, του ατομικού κεφαλαίου από το συνεταιριστικό (στο οποίο ο συνεταιρισμένος ιδιοκτήτης δεν έχει αποκοπεί ούτε από τα μέσα παραγωγής, ούτε από τη λειτουργία της παραγωγής) και στη συνέχεια από το μετοχικό κεφάλαιο (όπου ο μέτοχος είναι αποσπασμένος από την παραγωγή).
Ο Λένιν, ο οποίος έζησε τέσσερις δεκαετίες παραπάνω και πρόλαβε να δει την πλήρη ανάπτυξη της παραπάνω τάσης, ξεχώρισε ρητά την κυριαρχία της μεγάλης μετοχικής εταιρίας, του μονοπωλίου, ως το βασικό χαρακτηριστικό του νέου σταδίου του καπιταλισμού. «Απ’ όλα όσα είπαμε πιο πάνω για την οικονομική ουσία του ιμπεριαλισμού, βγαίνει ότι πρέπει να τον χαρακτηρίσουμε ως μεταβατικό ή, πιο σωστά, ως καπιταλισμό που πεθαίνει»30. «Ο καπιταλισμός στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο οδηγεί άμεσα στην πιο ολόπλευρη κοινωνικοποίηση της παραγωγής, τραβάει, μπορούμε να πούμε, τους καπιταλιστές, παρά τη θέληση και τη συνείδησή τους, σε κάποια νέα κοινωνική κατάσταση πραγμάτων, που είναι μεταβατική από την πλήρη ελευθερία του συναγωνισμού προς την πλήρη κοινωνικοποίηση»31.
Η αντίληψη περί του νέου σταδίου του ολοκληρωτικού καπιταλισμού και η απόρριψη της ουσίας του ιμπεριαλισμού ως μονοπωλιακού καπιταλισμού αντανακλάται και στις θέσεις του ΝΑΡ γι’ αυτό που χαρακτηρίζουν ως «δημοκρατικό κι εθνικό πρόβλημα». Ας δούμε πρώτα τη σχετική αναφορά στην απόφαση του πρόσφατου συνεδρίου του: «Το δημοκρατικό κι εθνικό πρόβλημα επανέρχονται με νέο τρόπο και μεγάλη οξύτητα, όχι με τους όρους του ιμπεριαλιστικού σταδίου του καπιταλισμού, αλλά από το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, με βαθιά ταξικό περιεχόμενο, άρρηκτα δεμένα με το κοινωνικό ζήτημα, την καπιταλιστική κρίση και την αστική επίθεση για το ξεπέρασμά της»32.
Καταρχάς η παραπάνω διατύπωση υπονοεί ότι κατά την αντίληψη του ΝΑΡ το «δημοκρατικό κι εθνικό πρόβλημα», όπως τίθονταν πριν το ...υποτιθέμενο στάδιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, δεν είχαν «βαθιά ταξικό περιεχόμενο», δεν ήταν «άρρηκτα δεμένα με το κοινωνικό ζήτημα» κλπ.
Κατά δεύτερον, η φρασεολογία και οι όποιες αναφορές περί ταξικού περιεχομένου σήμερα είναι κενές περιεχομένου, αφού τα αντιλαϊκά μέτρα των κυβέρνησης - ΕΕ - ΔΝΤ προβάλλονται σταθερά από κεντρικά στελέχη του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως ζήτημα «υποτέλειας» κι ενδοτισμού, ως συνέπειες της «νέας κατοχής» της χώρας, τα δεσμά της οποίας πρέπει να σπάσει ο λαός.
Η επιχειρηματολογία αυτή, η οποία προβάλλεται σχεδόν πανομοιότυπα από ένα πλέγμα οπορτουνιστικών, αστικών κι εθνικιστικών δυνάμεων, αξιοποιείται από τμήματα της αστικής τάξης τα οποία θέλουν να κρατήσουν ανοιχτό το ενδεχόμενο μελλοντικής αναπροσαρμογής των διεθνών συμμαχιών της Ελλάδας.
Για την εργατική τάξη το ζητούμενο δεν είναι η πάλη για τη λεγόμενη «αποκατάσταση της εθνικής κυριαρχίας» που στο έδαφος του καπιταλισμού μεταφράζεται σε πάλη για αναβάθμιση της εγχώριας αστικής τάξης στο πλαίσιο του ιμπεριαλιστικού συστήματος, αλλά η ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου, η αποδέσμευση της Ελλάδας και των άλλων κρατών από τον καπιταλισμό και απ’ όλες τις μορφές διακρατικής ιμπεριαλιστικής συνεργασίας και συμμαχίας.
Η ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΝΑΡ ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ-ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟ
Οι αναζητήσεις του ΝΑΡ συνεχίζονται και στο ζήτημα του σοσιαλισμού. Φυσικά κι εδώ το πρόβλημα δεν είναι η άσκηση κριτικής στην πρώτη προσπάθεια οικοδόμησης του σοσιαλισμού που γνώρισε η ανθρωπότητα κατά τον 20ό αιώνα αλλά ακριβώς το γεγονός ότι αυτή η κριτική γίνεται με αστικά και μικροαστικά κριτήρια.
Επειδή δεν μπορούμε να παρουσιάσουμε όλες τις πλευρές του ζητήματος, θα εστιάσουμε στους βασικούς άξονες της αντίληψης του ΝΑΡ για το σοσιαλισμό και πιο συγκεκριμένα για την οικονομία του, τα όργανα εξουσίας του, το ρόλο του Κομμουνιστικού Κόμματος κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση:
α) Ας ξεκινήσουμε από το θεμελιώδες ζήτημα της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Η προγραμματική διακήρυξη του ΝΑΡ αναφέρει: «Η αντικαπιταλιστική επανάσταση εισάγει σε μια κοινωνία μετάβασης, σε μια περίοδο ριζικών μετασχηματισμών που ολοκληρώνονται στον κομμουνισμό. Οι μετασχηματισμοί αυτοί: Κατοχυρώνουν την κοινοκτημοσύνη, τη συλλογική ιδιοκτησία των ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών στις παραγωγικές μονάδες, στους φυσικούς και πλουτοπαραγωγικούς πόρους, στη γη, στις καινοτόμες ανακαλύψεις, στα “κοινά αγαθά” (νερό, ενέργεια, διαδίκτυο, λογισμικό, πληροφόρηση, επικοινωνίες, μεταφορές, λιμάνια, δρόμοι, αεροδρόμια, παιδεία, υγεία κλπ.). Οι μορφές που θα πάρει η συλλογική ιδιοκτησία ποικίλλουν: Πανεθνική-παγκοινωνική, συνεταιριστική κ.ά. Ωστόσο ο κορμός των παραγωγικών μέσων θα βρίσκεται υπό παγκοινωνική ιδιοκτησία και η λειτουργία των άλλων μορφών θα διέπεται από κανόνες αμοιβαία επωφελούς συνεργασίας και παγκοινωνικού σχεδίου, από την κυριαρχία της αξίας χρήσης και όχι της ανταλλακτικής αξίας».
Όπως παρατηρούμε, το ΝΑΡ επιλέγει το επίθετο «συλλογική» έναντι του «κοινωνική» για να προσδιορίσει την ιδιοκτησία στη νέα κοινωνία. Στην ατομική ιδιοκτησία αντιπαραθέτει τη συλλογική ιδιοκτησία, μορφές της οποίας αποτελούν «η πανεθνική-παγκοινωνική, η συνεταιριστική ιδιοκτησία κ.ά.». Το επίθετο «συλλογική» χρησιμοποιείται ως όρος-«καπέλο» κάτω από τον οποίο χωράνε χωρίς καμία περαιτέρω διάκριση τόσο η κοινωνική όσο και η συνεταιριστική ιδιοκτησία. Μέσω της αναγωγής και των δύο σε «συλλογική ιδιοκτησία» επιλέγεται συνειδητά η υποτίμηση της σημαντικής μεταξύ τους διαφοράς.
Ενώ το προϊόν της κοινωνικής ιδιοκτησίας αποτελεί ιδιοκτησία ολόκληρης της κοινωνίας, το προϊόν της συνεταιριστικής ιδιοκτησίας αποτελεί ιδιοκτησία ενός τμήματος, ενός υποσυνόλου της κοινωνίας. Ο συνεταιρισμός στο σοσιαλισμό αποτελεί μεταβατική μορφή ιδιοκτησίας, ανάμεσα στην ατομική και την κοινωνική, και όχι ανώριμη μορφή κομμουνιστικών σχέσεων. Στόχος της επαναστατικής εργατικής εξουσίας πρέπει να είναι η πάλη για την αντικατάσταση των συνεταιριστικών σχέσεων από τις σχέσεις κοινωνικής ιδιοκτησίας, το πέρασμα δηλαδή από τη συνεταιριστική στην άμεσα κοινωνική παραγωγή. Είναι προφανές ότι αυτή η πάλη δε γίνεται αυθόρμητα από τους «ελεύθερα συνεταιρισμένους παραγωγούς», αλλά με την αξιοποίηση των κατάλληλων μέσων και την αντίστοιχη πολιτική κατεύθυνση από το εργατικό κράτος.
Το ΝΑΡ δεν καθορίζει επίσης πού θα υπάρχει η κοινωνική και πού η συνεταιριστική ιδιοκτησία. Προφανώς πρόκειται για ένα ζήτημα δευτερευούσης σημασίας για το ΝΑΡ, αφού και οι δύο είναι μορφές της… συλλογικής ιδιοκτησίας. Αντίθετα, το ΚΚΕ έχει ξεκαθαρίσει ότι, όταν μιλάμε για συνεταιρισμό, εννοούμε την αγροτική συνεταιριστική παραγωγή που αποτελεί ομαδική ιδιοκτησία όχι στη γη, η οποία θα είναι κοινωνικοποιημένη, αλλά στο προϊόν της παραγωγής. Ως ομαδική, λοιπόν –και όχι άμεσα κοινωνική– παραγωγή μόνο κατά μέρος μπορεί να ενταχτεί στον Κεντρικό Σχεδιασμό. Ο Κεντρικός Σχεδιασμός μπορεί να καθορίσει το μέρος της παραγωγής και την κρατική τιμή με την οποία γίνεται η συγκέντρωση του προϊόντος από το κράτος, μπορεί να καθορίσει τις τιμές με τις οποίες πωλείται το προϊόν στις κρατικά οργανωμένες λαϊκές αγορές, αλλά δεν μπορεί να καθορίσει μια σειρά άλλα ζητήματα τα οποία είναι στην ευχέρεια του συνεταιρισμού ως μορφής ομαδικής ιδιοκτησίας στην οποία τα μέλη της μοιράζονται το εισόδημά της.
Από τα παραπάνω απορρέει ότι τόσο η ύπαρξη της συνεταιριστικής ιδιοκτησίας όπως και η ύπαρξη περιορισμένης ατομικής ιδιοκτησίας στα πρώτα βήματα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης αποτελούν αντικειμενικά τη βάση για την ύπαρξη εμπορευματοχρηματικών σχέσεων. Κατ’ επέκταση η λειτουργία τους δε διέπεται από την… αξία χρήσης όπως ισχυρίζεται το ΝΑΡ. Ας δούμε τη θέση του ΚΚΕ γύρω από τα παραπάνω ζητήματα: «Ωστόσο, στο σοσιαλισμό, ανώριμο κομμουνισμό, εκτός από την κυρίαρχη σοσιαλιστική παραγωγή υπάρχει ακόμα ατομική ή ομαδική “συνεταιριστική” εμπορευματική παραγωγή στη βάση ατομικής ή αντίστοιχα ομαδικής (συνεταιριστικής) ιδιοκτησίας περιορισμένων μέσων παραγωγής. Στο βαθμό δηλαδή που δεν έχουν κοινωνικοποιηθεί όλα τα μέσα παραγωγής, παραμένουν μορφές ατομικής και ομαδικής ιδιοκτησίας (π.χ., στην ΕΣΣΔ ατομικά αγροκτήματα και συνεταιρισμοί), εξαιτίας της ανεπαρκούς ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Τα προϊόντα τους ανταλλάσσονται ως εμπορεύματα με τα προϊόντα της άμεσα κοινωνικής παραγωγής, υπόκεινται στο νόμο της αξίας, που όμως η λειτουργία του περιορίζεται από τη λειτουργία του Κεντρικού Σχεδιασμού: Καθορισμός των πλάνων παραγωγής, των τιμών για τα συνεταιριστικά προϊόντα, αξιοποίηση άλλων οικονομικών μοχλών (π.χ., φόρους). Αν και η ατομική και συνεταιριστική παραγωγή είναι υποταγμένες στην κοινωνική ιδιοκτησία και στον κεντρικό σχεδιασμό, συνιστούν αντίφαση που πρέπει να ξεπεραστεί με τη μετατροπή όλης της παραγωγής σε άμεσα κοινωνική παραγωγή. Δηλαδή στην πορεία ανάπτυξης του σοσιαλισμού κάθε μορφή ατομικής και ομαδικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής πρέπει να μετατραπεί σε κοινωνική ιδιοκτησία»33.
Αλήθεια όμως, τι εννοεί το ΝΑΡ όταν λέει «παγκοινωνικό σχέδιο» και «πανκοινωνικός πανεθνικός σχεδιασμός»; Καταρχάς δεν μπορεί να εννοεί την κομμουνιστική σχέση στη βάση της κοινωνικοποιημένης, άμεσα κοινωνικής παραγωγής, αφού την κοινωνική ιδιοκτησία (ή ό,τι εννοεί με τον όρο «πανεθνική-παγκοινωνική ιδιοκτησία») την αναγνωρίζει μόνο ως μία από τις πολλές μορφές της συλλογικής ιδιοκτησίας. Αλλά για να δούμε, πώς αποφασίζεται η ένταξη ή μη στον «πανεθνικό σχεδιασμό»; «Τα όργανα εργατικής πολιτικής έχουν πλήρες δικαίωμα ν’ αποφασίζουν την ελεύθερη, εθελοντική, μέχρι αποχωρισμού, συνένωση των άμεσων παραγωγών, στο πλαίσιο ενός παγκοινωνικού πανεθνικού σχεδιασμού, στον οποίο οι παραγωγοί έχουν άμεσο και καθοριστικό ρόλο»34.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι με τη φράση «όργανα εργατικής πολιτικής» το κείμενο εννοεί με σαφήνεια τα όργανα ανά χώρο εργασίας και όχι το αντιπροσωπευτικό σώμα σε πανεθνικό-κεντρικό επίπεδο, στο οποίο είναι αφιερωμένη η επόμενη παράγραφος. Με βάση την επεξήγηση αυτή, καταλαβαίνουμε ότι οι εργαζόμενοι κάθε παραγωγικής μονάδας θα έχουν το δικαίωμα ν’ αποφασίζουν μέχρι και την έξοδό τους από τον «παγκοινωνικό πανεθνικό σχεδιασμό». Πέρα από το άτοπο της χρήσης των επιθέτων «παγκοινωνικό» και «πανεθνικό» για ένα σχεδιασμό στον οποίο όποιος θέλει μπαίνει και όποιος θέλει βγαίνει, προκύπτουν κάποια πιο ουσιαστικά ερωτήματα: Η ελευθερία των εργαζομένων στο σοσιαλισμό κατανοείται από το ΝΑΡ ως ελευθερία ομαδικής ιδιοκτησίας, ως ελευθερία απόσπασης των συμφερόντων ενός τμήματος της κοινωνίας από το σύνολό της; Η κοινωνική ιδιοκτησία κατανοείται από το ΝΑΡ ως άμεση ιδιοκτησία της κάθε ομάδας εργαζομένων στο δικό τους εργοστάσιο;
Αντίθετα από τις μικροαστικές αντιλήψεις του ΝΑΡ, «ο Κεντρικός Σχεδιασμός αποτελεί νομοτέλεια της κομμουνιστικής παραγωγής, κοινωνική σχέση που καθορίζεται από την κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Εκφράζει τον τρόπο συνένωσης των άμεσων παραγωγών με τα μέσα παραγωγής, τον έλεγχο των άμεσων παραγωγών στο τι και πόσο θα παραχθεί και το πώς θα κατανεμηθεί στους διάφορους κλάδους της παραγωγής, πόσο από το παραγόμενο προϊόν προορίζεται για τη διευρυμένη αναπαραγωγή, για την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών μέσω των κοινωνικών υπηρεσιών και για την άμεση κατανομή στους εργαζομένους, ώστε να πραγματοποιείται η σχεδιασμένη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Το εκάστοτε σχέδιο του Κεντρικού Σχεδιασμού, θέτοντας τους στόχους της παραγωγής, κατανέμει υλικά μέσα κι εργατική δύναμη, συσχετίζει τους κλάδους της παραγωγής και καθορίζει τις αναλογίες μεταξύ τους, προγραμματίζει την παραγωγή μέσων παραγωγής και την εκπαίδευση κι εξειδίκευση της εργατικής δύναμης, τις ανάγκες αναπαραγωγής της, προσεγγίζει περισσότερο ή λιγότερο την αναγκαιότητα της διευρυμένης αναλογικής παραγωγής»35.
β) Οι μικροαστικές αντιλήψεις του ΝΑΡ για την οικονομία της νέας κοινωνίας βρίσκονται σε πλήρη αντιστοιχία με τις αντίστοιχες αντιλήψεις για το εποικοδόμημά της. Και αν στην οικονομία οι αντιλήψεις αυτές προσπαθούν να καλυφθούν με αντιφατικές μεταξύ τους διατυπώσεις, στη σφαίρα του εποικοδομήματος δε διατηρείται κανένα αντίστοιχο πρόσχημα. Εδώ τα πάντα προσεγγίζονται με καθαρά αστικό κριτήριο, τα πάντα μπαίνουν στο ζύγι της αστικής έννοιας της ελευθερίας και της δημοκρατίας, των οποίων το ταξικό περιεχόμενο αποκρύπτεται πλήρως.
Σημειώνει η προγραμματική διακήρυξη: «Η εργατική εξουσία […] κατοχυρώνει την πλήρη και ανεμπόδιστη ελευθερία του λόγου, της άποψης, της θρησκευτικής πεποίθησης, της πληροφόρησης, της κομματικής δράσης […] Κάθε μέλος της εργατικής κοινότητας έχει το δικαίωμα της κριτικής και της πολεμικής απέναντι στην εργατική εξουσία, απέναντι στα άμεσα και τα αντιπροσωπευτικά όργανά της, ιδιαίτερα αν βρίσκεται στη μειοψηφία, ακόμα και αν είναι ενάντια στην επανάσταση, με την προϋπόθεση ότι δεν εκπροσωπεί ένοπλη απειλή απέναντί της […] η ελεύθερη και ανεμπόδιστη συνδικαλιστική δραστηριότητα, η ελεύθερη και χωρίς προσκόμματα λειτουργία-δράση πολιτικών κομμάτων, η συμμετοχή στα αντιπροσωπευτικά όργανα, η ελεύθερη διακίνηση ιδεών και πληροφοριών, η ανεξιθρησκία θεωρούνται αξίες απαράβατες…»36.
Η παραπάνω άποψη δεν έχει καμία σχέση με τη δικτατορία του προλεταριάτου, γι’ αυτό άλλωστε και δε χαρακτηρίζεται ανοιχτά ως τέτοια. Το «εργατικό κράτος» που οραματίζεται το ΝΑΡ δεν έχει ανάγκη από καμία συγκεντρωτική εξουσία. Αυτό που χαρακτηρίζεται ως «αντιπροσωπευτικό σώμα σε πανεθνικό-κεντρικό επίπεδο» θ’ αποτελεί απλώς το όργανο «έκφρασης της λαϊκής βούλησης πάνω στα γενικά πολιτικά ζητήματα κι επιλογές». Ενδεικτικό είναι ότι αυτό το σώμα θα εκλέγεται με «την αρχή της καθολικής ψηφοφορίας σε εθνικό επίπεδο», με την ύπαρξη πολλών (και αντεπαναστατικών… αν είναι άοπλα) κομμάτων, με διαδικασίες δηλαδή παρόμοιες με αυτές του αστικού κοινοβουλευτισμού. Τα θεμέλια αυτού του σώματος δε θα βρίσκονται στην παραγωγική μονάδα, την κοινωνική υπηρεσία, τη διοικητική μονάδα, τον παραγωγικό συνεταιρισμό. Το ΝΑΡ διατυπώνει τέτοιες θέσεις ακριβώς γιατί αντιλαμβάνεται τη λειτουργία της εργατικής εξουσίας ως συνένωσης σχεδόν αυτόνομων «εργατικών κοινοτήτων».
Ο μικροαστισμός της αντίληψης του ΝΑΡ οδηγεί ακόμα και στην αναγνώριση της ελευθερίας δράσης ενάντια στην επανάσταση, αρκεί αυτή να μην παίρνει μορφή ένοπλης δράσης. Η οργάνωση αντεπαναστατικής δράσης από τα υπολείμματα της παλιάς κοινωνίας που παλεύουν λυσσασμένα για την ανατροπή του σοσιαλισμού αναβαθμίζεται ως η ουσία της εργατικής δημοκρατίας.
Για την ακόμα πιο έντονη ανάδειξη της αταξικής προσέγγισης του εργατικού κράτους από το ΝΑΡ, παραθέτουμε προς σύγκριση τις αντίστοιχες θέσεις του ΚΚΕ: «Το τσάκισμα του αστικού κράτους δεν πραγματοποιείται με συγκερασμό κάποιων “θετικών” της αστικής δημοκρατίας με εκείνα της νέας εξουσίας. Η νέα εξουσία θέτει σε τελείως διαφορετική βάση τα δικαιώματα και τις ελευθερίες. Διαμορφώνει τις δικές της δομές και λειτουργίες, συντρίβοντας με την επαναστατική της ορμή τις δομές και τις λειτουργίες της αστικής εξουσίας. Με αυτήν την έννοια, δεν μπορούμε να βλέπουμε ποσοτικά τη διεύρυνση των λαϊκών δικαιωμάτων κι ελευθεριών με βάση τα αστικά δικαιώματα. Τα προσδιορίζουμε ταξικά. Ανάλογα με την έκβαση της πάλης με την αστική τάξη, μπορεί να υπάρξει και περίοδος περιορισμού των δικαιωμάτων της. Αυτό δεν είναι ανάλογο με τον περιορισμό της δράσης Κομμουνιστικών Κομμάτων στον καπιταλισμό, αλλά ανάλογο με τον περιορισμό της πολιτικής έκφρασης των φεουδαρχών στην περίοδο της επαναστατικής ορμής της αστικής τάξης.[…] Η δικτατορία του προλεταριάτου θ’ αξιοποιήσει όλες τις μορφές κυριαρχίας, και τον καταναγκασμό, και την πειθώ, και το συμβιβασμό με σύμμαχες δυνάμεις και τη διαπάλη ανάλογα με τις φάσεις και τις καμπές στην πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Η εξουσία δεν πραγματοποιείται μόνο με ιδεολογική δουλειά, αλλά και με επιβολή. Το νέο χαρακτηριστικό στη δικτατορία του προλεταριάτου, στην άσκηση της εργατικής εξουσίας, είναι ότι στηρίζεται στην κινητοποίηση των εργατικών μαζών μέσα στα όργανα εξουσίας και τις μαζικές οργανώσεις»37.
γ) Η υποτίμηση των αντιφάσεων που προκύπτουν κατά τη διαδικασία οικοδόμησης της σοσιαλιστικής κοινωνίας αλλά και της ενεργητικής δράσης του εργατικού κράτους για την επίλυσή τους «προς τα μπρος» αντανακλάται στην υποτίμηση του ρόλου του ΚΚ κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
Ολόκληρη η ανάλυση του ΝΑΡ υπονοεί ότι η κατάκτηση της εργατικής εξουσίας βρίσκει έτοιμο το «νέο άνθρωπο». Υποτιμάται ότι: «Η ταξική συνείδηση στο σύνολο της εργατικής τάξης δε διαμορφώνεται αυθόρμητα κι ενιαία. Η άνοδος της κομμουνιστικής συνείδησης των μαζών της εργατικής τάξης καθορίζεται πρώτ’ απ’ όλα από την ενίσχυση των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής και από το επίπεδο της εργατικής συμμετοχής, με την καθοδήγηση του ΚΚ που είναι ο κύριος φορέας διείσδυσης της επαναστατικής συνείδησης στις μάζες. Σε αυτήν την υλική βάση πρέπει να θεμελιώνεται και η ιδεολογική δουλειά, η επίδραση του επαναστατικού κόμματος που επιβεβαιώνει τον καθοδηγητικό του ρόλο στο βαθμό που κινητοποιεί την εργατική τάξη για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Η συνείδηση της πρωτοπορίας οφείλει να βρίσκεται πάντα πιο μπροστά από τη συνείδηση που διαμορφώνουν μαζικά στην εργατική τάξη οι οικονομικές σχέσεις. Από εδώ προκύπτει και η αναγκαιότητα το ίδιο το Κόμμα να έχει υψηλή θεωρητική, ιδεολογική στάθμη και ατσάλωμα, να είναι αταλάντευτο στην πάλη κατά του οπορτουνισμού, τόσο σε συνθήκες καπιταλισμού, πολύ περισσότερο σε συνθήκες σοσιαλιστικής οικοδόμησης»38.
Να τι έγραφε ο Λένιν σχετικά με τη σχέση ΚΚ - τάξης στο σοσιαλισμό: «Δεν μπορείς όμως να πραγματοποιήσεις τη δικτατορία του προλεταριάτου μέσω της καθολικής οργάνωσής του. Γιατί όχι μόνο σε μας, μία από τις πιο καθυστερημένες καπιταλιστικές χώρες, αλλά και σε όλες τις άλλες καπιταλιστικές χώρες το προλεταριάτο εξακολουθεί ακόμη να είναι τόσο διαιρημένο, τόσο ταπεινωμένο, τόσο εξαγορασμένο σε μερικά μέρη (συγκεκριμένα: από τον ιμπεριαλισμό σε ορισμένες χώρες), που η καθολική οργάνωση του προλεταριάτου δεν μπορεί να πραγματοποιήσει άμεσα τη δικτατορία του. Τη δικτατορία μπορεί να την πραγματοποιήσει μόνο η πρωτοπορία που αφομοίωσε την επαναστατική δραστηριότητα της τάξης»39.
Η επιστημονική αυτή προσέγγιση δεν αντιμετωπίζει την εργατική τάξη ως αντικείμενο, όπως την θεωρεί το ΝΑΡ. Την αντιμετωπίζει ως το επαναστατικό υποκείμενο που με την καθοδήγηση του Κόμματός της μπορεί να φέρει σε πέρας την ιστορική της αποστολή, δηλαδή την πλήρη και χωρίς επιστροφή κυριαρχία των κομμουνιστικών σχέσεων, που θα σημάνει την εξάλειψη των τάξεων και την απονέκρωση του κράτους, το πέρασμα από το βασίλειο της αναγκαιότητας στο βασίλειο της ελευθερίας, όπως έλεγε ο Ένγκελς.
Η εργατική τάξη συγκροτείται ως ηγετική δύναμη της νέας εξουσίας, πάνω απ’ όλα με το Κόμμα της. Η άρνηση του καθοδηγητικού –και όχι απλά διαφωτιστικού– ρόλου του Κομμουνιστικού Κόμματος στην πάλη για τη θεμελίωση και ανάπτυξη της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής κοινωνίας στη βάση των νόμων κίνησής της ισοδυναμεί με άρνηση της δυνατότητας οικοδόμησής της, με άρνηση της «ασυνέχειας» που συντελείται με την επαναστατική κατάκτηση της εξουσίας και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού.
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι οι θέσεις του ΝΑΡ για την κοινωνία του σοσιαλισμού-κομμουνισμού προκύπτουν στη μεθοδολογική βάση της αξιοποίησης μεγάλου μέρους του αστικού ιδεολογικού οπλοστασίου και γι’ αυτό καταλήγουν ουσιαστικά στην άρνηση του νέου, ποιοτικά διαφορετικού χαρακτήρα της νέας οικονομίας κι εξουσίας.
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
Ο οπορτουνισμός είναι αποτέλεσμα της επίδρασης και διείσδυσης της αστικής και μικροαστικής ιδεολογίας στο επαναστατικό εργατικό κίνημα. Βασικά του γνωρίσματα είναι η απόρριψη θεμελιωδών αρχών του μαρξισμού-λενινισμού, η άρνηση των νομοτελειών της ταξικής πάλης, η άρνηση του καθοδηγητικού ρόλου και των αρχών λειτουργίας του ΚΚ, η υιοθέτηση πλευρών της αστικής και μικροαστικής ιδεολογίας για την ερμηνεία της πραγματικότητας. Αντικειμενικά, «η οπορτουνιστική πολιτική γραμμή βάζει εμπόδια στον απεγκλωβισμό δυνάμεων της εργατικής τάξης, αλλά και των συμμάχων της, από τη στήριξη της αστικής πολιτικής»40.
Το ΚΚΕ έχει επίγνωση τόσο της κοινωνικής βάσης του οπορτουνισμού όσο και της νομοτελειακής εμφάνισής του. Έχει αντλήσει συμπεράσματα από τη μελέτη της ιστορίας του διεθνούς και του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος. Αυτά τα συμπεράσματα επιβεβαιώνουν την ανάγκη συνεχούς και αδιάλλακτης πάλης απέναντί του, ως απαραίτητου όρου για να μπορεί το ΚΚ να προωθεί τη στρατηγική του, να επιβεβαιώνει στην πράξη το ρόλο του ως ιδεολογικής και πολιτικής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης. Όσον αφορά τους πολιτικούς φορείς του οπορτουνισμού, επιβεβαιώνεται η ανάγκη σταθερής στοχοποίησής τους και όχι η προβολή τους ως δυνάμει συμμάχων.
Το ΚΚΕ θα συνεχίσει με σταθερότητα και συνέπεια ν’ αποκαλύπτει τις αντιφάσεις, τις ταλαντεύσεις και την τυχοδιωκτική προσαρμοστικότητα του οπορτουνισμού. Θα συνεχίσει στο δρόμο της επεξεργασίας της επαναστατικής του στρατηγικής και της αντίστοιχης πολιτικής γραμμής, έτσι ώστε να τον καταπολεμάει οπουδήποτε εμφανίζεται με τη μεγαλύτερη δυνατή επάρκεια.
Πουλημενα τομαρια στην υπηρεσια της πλουτοκρατιας ειναι.
ΑπάντησηΔιαγραφή